Advertisement
ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Γιώργος Σιδέρης: Τα φτωχικά παιδικά χρόνια, τα 7 αδέρφια, η καριέρα στον Ολυμπιακό και η δουλειά του ασφαλιστή

21:45
Newsroom

Ο Γιώργος Σιδέρης γεννήθηκε στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη στις 5 Απριλίου 1938. Είναι γνωστός και με το προσωνύμιο Φόντακας καθώς υπήρξε από τους κορυφαίους του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Της: Έπη Τρίμη

Advertisement

Η καταγωγή του είναι από την Νάξο με πατέρα από την Κόρωνο και μητέρα από τον Δαμαριώνα. Ο Γιώργος ήταν το 7ο και τελευταίο παιδί της οικογένειας Σιδέρη. Μικρός ήταν εσωτερικός στη σχολή Σημιρδιώτη-Πιτσάκη και από τότε άρχιζε να κλοτσά το τόπι. Τρία από τα αδέλφια του, ο Γιάννης, ο Φώτης και ο Σπύρος έπαιξαν ποδόσφαιρο.

Advertisement

Τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και τις πρώτες επαφές με τη στρογγυλή θεά

“Έμενα σε μία γειτονιά στον Απόλλωνα, Απόλλων Ρέντη λέγεται, είναι δίπλα αυτό. Βέβαια οι δυσκολίες ήταν φοβερές γιατί μετά τον πόλεμο όλα ήταν κατεστραμμένα. Εγώ δεν είχα ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή. Υπήρχαν διάφοροι άλλοι από την γειτονιά, ταλέντα όπως ο Σωτήρης Γκαβέζος, ο οποίος ήταν γειτονάκι μου κι έπαιζε στον Ολυμπιακό. Ξαφνικά κάποια στιγμή συζητώντας μαζί τους, μεταξύ σοβαρού κι αστείου του λέω κοίταξε, αρχίζω κι εγώ και γίνομαι ποδοσφαιριστής, γιατί δεν έχω δουλειές.

Advertisement

Είχα κάνει από μικρή ηλικία ότι δουλειά υπήρχε, πάρα πολλές δουλειές. Θα πρέπει ώρες να κάθομαι να σας λέω τί δουλειές έχω κάνει για την επιβίωση. Γιατί ο πατέρας μου ήταν μανάβης και είχε τη σούστα του και είχε μια γαϊδουρίτσα τη Μάρω, η οποία έκανε τον Κίτσο έναν γάιδαρο, και από κει πίναμε και γαλατάκι κι έτσι γίναμε πολύ δυνατοί και σώσαμε και τη γειτονιά εκεί στον Απόλλωνα που είχαν όλοι κοκίτη, τα παιδιά ήταν άρρωστα. Το γάλα από το γαϊδούρι είναι δυναμωτικό εκ φύσεως σαν να έχει και ζάχαρη μέσα.

Τέλος πάντων, ξαφνικά μπήκα εκεί μέσα στη γειτονιά στις αλάνες και έπαιζα ποδόσφαιρο ώσπου ξαφνικά μια μέρα, ήταν κάποιος από την ομάδα του Απόλλωνα της γειτονιάς, κάποιος είχε αρρωστήσει και παίζαμε σε ένα γήπεδο που είχαμε κάπου εκεί στο ποτάμι στον Κηφισό και μου λέει έλα να παίξεις. Λέω δεν έχω ούτε παπούτσια, μου δώσανε κάτι αρβύλες που υπήρχαν εκεί. Αλλά ήμουν τόσο γρήγορος και δυνατός και κατά σύμπτωση ήταν στο γήπεδο κάτι κυνηγοί ταλέντων που παρακολουθούσα κι ήταν κι ο αδερφός μου, ο συγχωρεμένος ο Φώτακας, με έναν φίλο του εκεί και λέει “αυτός που τρέχει έτσι ποιος είναι;” Εγώ εν τω μεταξύ με την ταχύτητα και με την δύναμη που είχα σε όποιον έπεφτα επάνω, τον χτύπαγα, βρισκόταν κάτω χτυπημένος και λέει “κάπου τον ξέρω αυτόν” και του απαντάει “είναι το αδερφάκι μου” κι έτσι ξαφνικά έδειξε ενδιαφέρον. Από τα οχτώ αδέρφια που ήμασταν οι τέσσερις ήταν ποδοσφαιριστές και παίζαμε όλοι στον Ατρόμητο Καμινίων”.

Advertisement

Για το παρατσούκλι του, το Φώτακας

“Εμείς ήμασταν μια οικογένεια με εφτά αγόρια κι ένα κορίτσι. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Φώτακας ο οποίος ήταν κι αυτός ποδοσφαιριστής κι έπαιζε στους Φιλάθλους του Πειραιά παλιά και είχε ένα χόμπι. Έδερνε τους διαιτητές! Δεν είχε αφήσει διαιτητή. Φίλος του συγχωρεμένου του Μουράτη κι όλων των παλιών παικτών. Όταν πέθανε όλοι οι παλιοί ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού ήταν στην κηδεία του. Ήταν ένας ωραίος τύπος, υπερβολικός, αλλά ωραίος τύπος και δεν ξέρανε εμένα.

Εμένα όταν άρχισα και παρουσιάστηκα άρχισαν κι έλεγαν πως είναι το αδερφάκι του Φώτακα, το Φωτακάκι. Ο Γιαννούκος ήταν ένας σέντερ μπακ, με δοκιμάσανε στον Ατρόμητο πιτσιρίκο χωρίς να με ξέρει κι επειδή ήμουν γρήγορος εγώ και του έκανα διάφορα, αλλά ήμουν και θρασύς, γιατί το ποδόσφαιρο θέλει θράσος, δηλαδή θράσος με την καλή έννοια. Θέλει θάρρος και να κόβει το μυαλό σου. Άρχισα λοιπόν και του έκανα ντρίπλες και τον ενοχλούσε και μου λέει “για πρόσεχε” και του λέω “άντε ρε” και άρχισα και τον έβριζα και με πήρε στο κυνήγι. Εγώ ήμουν μια σταλιά, με κυνηγούσε στο γήπεδο, εγώ να τρέχω να σωθώ… Μιλάμε τον Γιαννούκο τον βάζανε στο κλουβί για να παίξει. Οπότε ακούω μια φωνή απ’ έξω να του λέει: “Γιάννη, Γιάννη”, κοιτάει αυτός, είχε και κάτι μαλλιά που πετάγανε σαν τον Ζαζά και του λέει: “Είναι το αδερφάκι μου…”. “Πες μου το” μου λέει “ρε τσόγλανε είσαι του Φώτακα αδερφός, τη γλίτωσες, θα σε έτρωγα ζωντανό;”!

Η ποδοσφαιρική καριέρα

Ο Γιώργος Σιδέρης ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από την ομάδα της γειτονιάς του Απόλλωνος Ρέντη, όπου και υπέγραψε δελτίο για πρώτη φορά. Κατόπιν, μεταπήδησε στον Ατρόμητο Πειραιώς και το 1959 πήρε μεταγραφή για τον γείτονα Ολυμπιακό.

Advertisement

Το 1969 είχε καταταγεί 17ος στο δημοψήφισμα για τον καλύτερο παίκτη της Ευρώπης, πρώτος είχε ψηφιστεί ο Ιταλός Τζιάνι Ριβέρα. Το 1970 πήγε στην Αντβέρπ στο Βέλγιο, για να ξαναγυρίσει στον Ολυμπιακό τον Ιανουάριο του 1972. Τελευταίος του επίσημος ή φιλικός αγώνας του υπήρξε το ντέρμπι πρωταθλήματος Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός 0-0 της 20ης Φεβρουαρίου 1972,[5] όπου σχεδόν 34ετής αντικαταστάθηκε στο 55′ από τον Γιώτη Παπαδημητρίου.

Το 1962 φόρεσε τη φανέλα της ιταλικής Λανερόσι σε φιλικούς αγώνες μετά από πρόσκληση της ιταλικής ομάδας, ενώ την ίδια χρονιά είχαν δείξει ενδιαφέρον για την απόκτησή του οι Ίντερ, Φιορεντίνα, και Ατλέτικο Μαδρίτης.

Συνολικά με τη φανέλα του Ολυμπιακού (1959-1970, 1972) είχε 285 συμμετοχές και 224 τέρματα σε αγώνες της Α’ Εθνικής κατηγορίας, επίδοση που τον καθιστά πρώτο σκόρερ όλων των εποχών για τους “ερυθρόλευκους” και τέταρτο συνολικά στην ιστορία του θεσμού.

Το 1969, με 35 γκολ αναδείχθηκε 2ος σκόρερ των ευρωπαϊκών εθνικών πρωταθλημάτων και πήρε το “αργυρό παπούτσι”. Είναι ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του ελληνικού Κυπέλλου με 73 γκολ Κατά τη διάρκεια της καριέρας του σημείωσε συνολικά 542 τέρματα, εκ των οποίων τουλάχιστον 351 σε επίσημους αγώνες, αριθμοί μεγαλύτεροι από οποιοδήποτε άλλου παίκτη στην ελληνική ποδοσφαιρική ιστορία.

Στην Εθνική Ελλάδας

Ο Γιώργος Σιδέρης χρίστηκε διεθνής με την Εθνική Ελλάδας, για την οποία αγωνίστηκε πρώτη φορά στις 3 Δεκεμβρίου 1958 στον εντός έδρας αγώνα εναντίον της Γαλλίας (1-1), για τα προκριματικά του Κυπέλλου Εθνών 1960. Υπήρξε μέλος της ομάδας από το 1958 έως το 1970 επιτυγχάνοντας 14 τέρματα σε 28 συνολικά συμμετοχές, που τον καθιστούν ένατο στη σχετική λίστα με τους σκόρερ όλων των εποχών της Ελλάδας.

Σύμφωνα με ψηφοφορία μεταξύ των Ελλήνων φιλάθλων, που διοργάνωσε το 2010 ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΪ, ο Σιδέρης συγκαταλέγεται στην καλύτερη ενδεκάδα της δεκαετίας του ’60.. Μετά από το τέλος της καριέρας του ασχολήθηκε με διάφορες επιχειρήσεις και ειδικά με τον τομέα των ασφαλειών. Στον Ολυμπιακό επέστρεψε για ένα διάστημα διοικητικός παράγοντας το 1985 αλλά και το 1995 επί προεδρίας Σωκράτη Κόκκαλη. Ήταν μέλος του ΔΣ και υπεύθυνος για το ποδοσφαιρικό τμήμα. Έκτοτε δεν εμφανίστηκε ξανά στα γήπεδα…

TAGS:
Advertisement