Ο Αριστείδης Παγκρατίδης ή αλλιώς ο κατηγορούμενος ως «ο Δράκος του Σέιχ Σου» από τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές, ήταν ένας νεαρός από τη Θεσσαλονίκη με ποινικό μητρώο και φάκελο στην αστυνομία μόλις από τα 10 του χρόνια.
Της: Έπη Τρίμη
Τρεις δολοφονίες, τρεις απόπειρες δολοφονίας και ληστείες κατά των θυμάτων του ήταν μόλις μερικές από τις κατηγορίες που βάραιναν τον άγνωστο δράκο. Τα εγκλήματά του έλαβαν χώρα τη διετία 1958 – 1959.
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης γεννήθηκε τον Μάιο του 1940 στο χωριό Λαγκαδίκια της Θεσσαλονίκης, το μικρότερο από τα τρία παιδιά φτωχών αγροτών της περιοχής. Ο πατέρας του, Χαράλαμπος Παγκρατίδης, λοχαγός του ελληνικού στρατού στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο δολοφονείται για πολιτικούς λόγους το 1945.
Η οικογένεια ( ο αδερφός του Παγκράτης, η αδερφή του Μαρίκα, ο ίδιος και η μητέρα τους Ελένη) έχοντας χάσει το βασικό της στήριγμα, φεύγει από τον Λαγκαδά και εγκαθίσταται στην Θεσσαλονίκη, στην περιοχή της Τούμπας. Η μητέρα, προσπαθεί να συντηρήσει την οικογένεια, κάνοντας οποιαδήποτε διαθέσιμη δουλειά, και αργότερα γνωρίζεται με έναν εισπράκτορα λεωφορείων, τον Ευγένιο Αλεξιάδη, παντρεύονται και κρατάνε μαζί τους, το μικρότερο παιδί, τον Αριστείδη, ενώ τα δυο μεγαλύτερα (ο Παγκράτης Παγκρατίδης και η Μαρίκα Παγκρατίδη) στέλνονται σε συγγενείς τους στον Πειραιά.
Ο Αριστείδης ή Αρίστος όπως τον φώναζαν οι γνωστοί, πήγε μόνο στις δυο πρώτες τάξεις του δημοτικού (από τις οποίες, την πρώτη τάξη έκανε τρία χρόνια να την τελειώσει) με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γράψει ούτε να διαβάσει με ευκολία. Κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού, από πωλητής λεμονιών μέχρι λούστρος, από ρακοσυλλέκτης μέχρι σερβιτόρος και από χαμάλης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, βοηθός σε λούνα παρκ.
Στην ηλικία των δέκα χρονών θα δεχτεί σεξουαλική επίθεση πρώτα από έναν χημικό, τον Απόστολο Λύτη, που ασέλγησε πάνω του με αντίτιμο 50 δραχμές. Από τότε, όταν η πείνα απειλούσε την ζωή του, κατέφευγε σε αυτόν τον τρόπο προκειμένου να κερδίσει χρήματα.
Ένας από τους πρώτους πελάτες του ήταν και ο σιδηρουργός Βασίλης Μπαρδάζογλου που στην κατάθεσή του στο δικαστήριο δήλωσε ότι με δέλεαρ τα λίγα χρήματα που του έδινε, ο Παγκρατίδης τον άφηνε να ασελγεί επάνω του: Το παιδί αυτό, τον Παγκρατίδη τον γνώρισα πριν δέκα χρόνια. Πουλούσε το κορμί του για δέκα φράγκα. Ερχόταν και μαζί μου και κάναμε τη δουλειά. Εγώ τον πλησίασα, εγώ είμαι γνωστός ο Βασίλης ο Τενεκετζής. Ήξερα ότι είναι κίναιδος. Πήγαμε στο Ρεντζίκι, του έδωσα 15 δραχμές. Έχω πάει πολλές φορές μαζί του. Το ίδιο έκαναν και άλλοι άντρες του λιμανιού.
Ωστόσο, η υπόθεση Παγκρατίδη είναι ο αντικατοπτρισμός της υποκρισίας ολάκερης της κοινωνίας και των υποτιθέμενων αξιών τους αλλά και της δικαστικής και αστυνομικής αυθαιρεσίας. Ο Παγκρατίδης δεν ήταν ένας απλός και συνηθισμένος νέος. Ήταν ένας τοξικοκομανής, εκδιδόμενος , ομοφυλόφιλος και περιθωριακός νέος. Ότι δηλαδή, η κοινωνία κραυγαλέα μισεί. Ήταν δηλαδή το εύκολο θύμα να κατηγορήσουν οι αρχές, καθώς θα είχε την σύμφωνη και ένθερμη υποστήριξη της κοινωνίας, ακόμα και αν τα ίδια τα θύματα δεν τον είχαν αναγνωρίσει με σιγουριά. Ακόμα και αν του επιβλήθηκε ο θάνατος. Ακόμα και αν ο ίδιος μέχρι την τελευταία του αναπνοή δήλωνε αθώος.
Καιρό αργότερα, μια απόπειρα βιασμού 12χρονης κοπέλας σε ορφανοτροφείο έρχεται να αναστατώσει και να συνταράξει την κοινωνία. Ο Αριστείδης Παγκρατίδης συλλαμβάνεται ως ένοχος. Μετέπειτα, σωρεία εγκλημάτων πραγματοποιείται στο πάρκο του Σέιχ Σου στην Θεσσαλονίκη, εντείνοντας το κλίμα φόβου της κοινωνίας. Επιθέσεις με πέτρες σε ζευγάρια, δολοφονίες, ληστείες, βιασμοί.
Το 1955 κλέβει από το κυλικείο του γυμναστηρίου του ΠΑΟΚ 120 δραχμές, συλλαμβάνεται και το δικαστήριο τον θέτει υπό την επιμέλεια της «Πρόνοιας ανηλίκων» Την ίδια χρονιά μαζί με έναν φίλο του κλέβουν δυο ποδήλατα, τα πουλάνε, και με τα χρήματα ξεκινάνε για την Αθήνα. Όμως συλλαμβάνονται, δικάζονται από το Δικαστήριο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης και στέλνονται στο Αναμορφωτήριο Ανηλίκων στο Βίδο της Κέρκυρας. Το 1957 βγαίνει από το ίδρυμα, επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη και ξαναρχίζει την δουλειά στο λιμάνι. Επίσης θα εργαστεί σαν σερβιτόρος σε εξοχικό κέντρο, σερβιτόρος σε καφενείο και σε οποιαδήποτε δουλειά του ποδαριού βρεθεί. Το 1959, και ενώ δούλευε σε ένα τσίρκο της πόλης, θα πάει στο στρατό. Θα καταταχτεί το 1960, στην 20η μεραρχία τεθωρακισμένων του Ιππικού. Μετά την λιποταξία του, τον Μάιο του 1961 θα απολυθεί ως ψυχικά διαταραγμένος εξαιτίας της τοξικομανίας του.
Αυτήν την περίοδο επισκέπτεται συχνά πόρνες, αλλά εκδίδεται και σε άντρες πρόθυμους να πληρώσουν, σχετίζεται με τραβεστί, καπνίζει χασίς, πίνει πολύ κρασί και διασκεδάζει παρακολουθώντας κρυμμένος παράνομα ζευγαράκια.
Με τον χαρακτηριστικό τρόπο σκέψης εκείνης της εποχής, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών της υπόθεσης γράφει:
«Ο Παγκρατίδης, ουδεμίας τυχών επιμελείας και διαπαιδαγωγήσεως, ετράπη εις την οδόν της διαφθοράς, αποκτήσας πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς… Ήταν ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, κλέπτης, υπεξαιρέτης, πότης, λιποτάκτης και καταχραστής χασίς».»
Στις 5 Οκτωβρίου του 1964 και ενώ η τακτική ανάκριση για τις δολοφονίες στο δάσος του Σέιχ Σου δεν είχε τελειώσει ακόμα, ο κρατούμενος στις φυλακές του Επταπυργίου, δικάζεται στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης για την απόπειρα βιασμού της 12χρονης τότε Αικατερίνης Σούρλα. Στο δικαστήριο κατέθεσε το θύμα καθώς και άλλες τρόφιμοι του ορφανοτροφείου όπως και φίλοι του Παγκρατίδη. Οι φίλοι του Παγκρατίδη κατέθεσαν ότι τις προηγούμενες ώρες ήταν όλοι μαζί σε μια ταβέρνα, όπου ήπιανε ρετσίνα, και όταν χωρίσαν ο Αρίστος ήταν σε κατάσταση μέθης. Αυτό ισχυρίστηκαν και οι δικηγόροι του, προσπαθώντας και τελικά, πετυχαίνοντας να πείσουν τους ενόρκους, που άλλαξαν την κατηγορία από «απόπειρα βιασμού», σε «εξαναγκασμό σε ασέλγεια». Με βάση αυτήν την απόφαση το δικαστήριο του επέβαλλε ποινή κάθειρξης εννέα ετών, πενταετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και χρηματική αποζημίωση 7.000 δρχ. στο θύμα.
Ο Παγκρατίδης στην απολογία του είπε:
«Όσα λένε για τα εγκλήματα είναι ψέματα. Δεν σκότωσα κανέναν εγώ.
Παραδέχομαι ότι πήγα στο ορφανοτροφείο του Μεγάλου Αλεξάνδρου για να βιάσω καμιά κοπέλα, αλλά γι’ αυτό φταίει το κρασί και το χασίς.
Αυτήν την πράξη την έκανα και το ομολογώ.
Δεν σκότωσα όμως για να πάρω χρήματα
«Από μικρό παιδί βασανίζομαι.
Πουλούσα το σώμα μου για 10 δραχμές για να φάω.
Πουλούσα το αίμα μου στον Ερυθρό σταυρό για να πάρω λίγα χρήματα, για να φάω. Δεν είμαι εγκληματίας.
Αν ήθελα να γίνω εγκληματίας θα σκότωνα τον δολοφόνο του πατέρα μου που ζει σήμερα στο χωριό μας.
Ομολογώ ότι έσφαλα. Έσφαλα πολύ.
Και γι’ αυτό θέλω να με δικάσετε.
Μέσα στη φυλακή είδα πολλά και κατάλαβα πολλά.
Τώρα άλλαξα και γι’ αυτό θέλω να τιμωρηθώ.»
Η δίκη του, που όπως ήταν αναμενόμενο, συγκέντρωνε κάθε μέρα πλήθη κόσμου, ήταν το πιο σημαντικό γεγονός για την Θεσσαλονίκη, εκείνο τον καιρό.
Άρχισε την Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 1966 στο Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης[και τελείωσε στις 22 Φεβρουαρίου 1966, με την κήρυξη του Παγκρατίδη ενός ενόχου για όλα τα εγκλήματα που κατηγορήθηκε και με ποινή τετράκις εις θάνατον.
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο εφέτης Θεσσαλονίκης Αλετράς, και σύνεδροι οι επίσης εφέτες Κουνουγέρης, Κόλλας, Γραφιανάκης και Παπαγιάννης ενώ την εισαγγελική έδρα κατέλαβε ο τότε αντι-εισαγγελέας Εφετών Μιχάλης Σγουρίτσας.
Ως πολιτική αγωγή παρέστησαν οι δικηγόροι του Παναγιώτη Αθανασίου και οι δικηγόροι της οικογένειας του ίλαρχου Ραΐση.
Συνήγοροι του Παγκρατίδη, ήταν οι διορισμένοι από τον αδερφό του δικηγόροι, Μεν. Σαπουντζής και Δ. Λάζος.
Την πρώτη μέρα της δίκης εξετάστηκαν οι επιζώντες των δολοφονικών επιθέσεων, Αθανασίου και Βλάχου καθώς και η νοσοκόμα Φανή Τσαμπάζη αλλά δεν αναγνώρισαν τον Παγκρατίδη ως δράστη, οι δυο πρώτοι γιατί δεν είδαν καν τον δράστη, η δεύτερη γιατί πια δεν μπορούσε με βεβαιότητα να θυμηθεί. Επίσης κατέθεσαν οι διερχόμενοι στρατιώτες που βρήκαν τα πτώματα του ίλαρχου και της φίλης του αλλά ούτε αυτοί αναγνώρισαν κάποιον.
Στις 14 Φεβρουαρίου οι συνήγοροι του Παγκρατίδη, έχοντας αντιμετωπίσει την άρνηση των δικαστών να κάνουν αποδεκτό οποιοδήποτε αίτημά τους αλλά και την διαρκή παρέμβαση του προέδρου κατά την εξέταση των μαρτύρων – αστυνομικών, δήλωσαν πως δεν μπορούν να ασκήσουν πλέον τα καθήκοντά τους και παραιτήθηκαν. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα, αφού όλοι γνώριζαν ότι κανείς δεν μπορούσε να αντικαταστήσει με επιτυχία τους συνηγόρους που χειρίζονταν εδώ και δύο χρόνια την υπόθεση, και περισσότερο από όλους πανικοβλήθηκε ο Παγκρατίδης. Το δικαστήριο όρισε νέους συνηγόρους, διέκοψε για μια μέρα, αλλά όταν ξανα- άρχισε η διαδικασία, στις 16 Φεβρουαρίου, οι συνήγοροί του, επέστρεψαν.
Στις 17 Φεβρουαρίου, στην κατάθεση του αδερφού του, Παγκράτη Παγκρατίδη, χρυσοχόου το επάγγελμα, η υπεράσπιση θα παίξει το κυριότερο χαρτί της. Ο Παγκράτης Παγκρατίδης «κατηγορεί και κατονομάζει ως δράστη των εγκλημάτων τον Αίαντα Σκλαβούνο, γιό του ιατρού και καθηγητή Πανεπιστημίου, Γεώργιου Σκλαβούνου». Σύμφωνα με επώνυμη καταγγελία με επιστολή που διαβάστηκε στο δικαστήριο, ο Αίαντας Σκλαβούνος, σχιζοφρενής, έμενε εκείνη την περίοδο στη βίλλα της οικογένειας δίπλα στο δάσος του Σέιχ- σου και ήταν αυτός ο υπεύθυνος για τις δολοφονικές επιθέσεις της εποχής εκείνης. Το δικαστήριο ωστόσο αρνήθηκε να εξετάσει αυτήν την εκδοχή, ως μη έχουσα άμεσο σχέση με την δίκη (το δικαστήριο δίκαζε για το αν ο Παγκρατίδης ήταν ένοχος των συγκεκριμένων εγκλημάτων ή όχι, και όχι για το ποιός ήταν ο δράκος). Ύστερα από ακόμα μια σειρά ενστάσεων προς το δικαστήριο από μέρους της υπεράσπισης, – η αναρμοδιότητα του Εφετείου καθώς τα εγκλήματα της ληστείας δεν αποδείχτηκαν και η παραπομπή της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο – που και αυτές απορρίφθηκαν οι δικηγόροι δήλωσαν – ακόμα μια φορά – παραίτηση νιώθοντας οτι δεν μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη της υπεράσπισης αφού στερούνται ουσιωδών μέσως για να την ασκήσουν.
Το δικαστήριο διορίζει νέους συνηγόρους, τους ποινικολόγους Γερογιάννη και Κατσαούνη και δίνει προθεσμία μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου για να μελετήσουν την δικογραφία και να ετοιμάσουν τους λόγους τους, αφού η αποδεικτική διαδικασία είχε τελειώσει.
Την Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 1966 και αφού ο Παγκρατίδης αρνήθηκε να απολογηθεί και να δώσει την ευκαιρία στους δικαστές να του κάνουν ερωτήσεις, τον λόγο έλαβε ο εισαγγελέας της έδρας, Μιχάλης Σγουρίτσας. Ο εισαγγελέας τόνισε οτι αν και δεν έχει καμμιά απολύτως αμφιβολία οτι ο Παγκρατίδης είναι ένοχος των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορείται, ωστόσο θεωρεί ότι δεν πρέπει να του επιβληθεί η θανατική ποινή – ποινή που επιβάλλεται μόνο σε άτομα που απειλούν την ασφάλεια της χώρας – αλλά η ισόβια κάθειρξη και η δεκαετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ατράνταχτα στοιχεία επί της ενοχής του Παγκρατίδη, θεώρησε το δολοφονικό όπλο – την πέτρα – κοινό στοιχείο σε όλα τα εγκλήματα, την έλλειψη άλλοθι του κατηγορουμένου, αφού δεν μπόρεσε να αποδείξει που βρισκόταν κατά την διάρκεια που έγιναν τα εγκλήματα, και φυσικά, η ομολογία των εγκλημάτων του μπροστά στον ψυχίατρο Αγ. Διακογιάννη.
Ο εισαγγελέας τόνισε με την ευκαιρία, ότι θεωρεί ουσιαστικά το δικαστήριο αναρμόδιο να κρίνει την υπόθεση αφού αποδείχτηκε ότι το κίνητρο του Παγκρατίδη ήταν η ίδια η ανθρωποκτονία αυτή καθ’ αυτή και όχι η ληστεία, και πρότεινε στους δικαστές την παραπομπή της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο.
Το λόγο πήραν μετά οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής που φυσικά ζήτησαν την παραδειγματική τιμωρία του και τέλος μίλησαν οι νεο-διορισθέντες συνήγοροι του Παγκρατίδη. Οι συνήγοροι ανέλυσαν όλα τα σημεία που σημειώθηκαν παραβιάσεις των δικαιωμάτων του κρατουμένου όπως η έλλειψη συνηγόρου, η προσπάθεια να τον ταυτίσουν με τον δράστη των προηγούμενων εγκλημάτων, οι στερήσεις στις οποίες επιβλήθηκε, η κακομεταχείριση που υπέστη και ζήτησαν να υπολογίσουν το νεαρό της ηλικίας του και την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά ως παράγοντες μείωσης της ποινής.
Το δικαστήριο ύστερα από συνεδρίαση μίας ώρας, ανακοίνωσε ότι θεωρεί τον Παγκρατίδη ένοχο για όλα τα εγκλήματα και μάλιστα επισημαίνει ότι έγιναν με τρόπο ιδιαίτερα ειδεχθή από δράστη επικίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια. Αφού άκουσε και τη γνώμη του εισαγγελέα και των συνηγόρων, ανακοίνωσε την θανατική ποινή για κάθε μία από τις ληστείες, και την ποινή των ισοβίων δεσμών για την απόπειρα ληστείας εις βάρος της Παλαιογιάννη. Επίσης, επιδίκασε χρηματική αποζημίωση για τον Παναγιώτη Αθανασίου καθώς και για την οικογένεια του ίλαρχου Ραΐση.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1966 οι σύνηγοροί του άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου. Οι λόγοι που επικαλέστηκαν ήταν:
Τα περιστατικά τα οποία αποδείχτηκαν στο δικαστήριο δείχνουν ως κύριο σκοπό των εγκλημάτων την ανθρωποκτονία και όχι τη ληστεία, άρα αρμόδιο να δικάσει την περίπτωση είναι το Κακουργιοδικείο και όχι το Εφετείο.
Η κατάθεση του ψυχιάτρου Αγαπητού Διακογιάννη ελήφθη παράτυπα και επομένως πρέπει να θεωρηθεί ως μη γενόμενη, αφού ο γιατρός δεν μπορεί να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας στο ακροατήριο, και να υποχρεωθεί να ανακοινώσει τις εμπιστευτικές με τον ασθενή του συνομιλίες.
Το δικαστήριο επέτρεψε παράτυπα στον συνήγορο του πολιτικού ενάγοντα Παναγιώτη Αθανασίου να προβεί σε ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο σε θέματα γενικότερα της περίπτωσης του πελάτη του.
Ο Παγκρατίδης καταδικάστηκε για την απόπειρα ληστείας της Παληογιάννη παράτυπα, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα δεν του είχε αποδώσει αυτήν την κατηγορία.
Η καταδίκη του για την απόπειρα ληστείας κατά της Παληογιάννη δεν αποδείχτηκε και δεν τεκμηριώθηκε στο δικαστήριο.
Τον Σεπτέμβριο του 1966 όταν συνεδρίασε για την υπόθεση το Συμβούλιο του Άρειου Πάγου η έφεση απορρίφθηκε σε όλα τα σκέλη της.
Η αστυνομία με ζήλο συγχέει την υπόθεση του ορφανοτροφείου με όλες τις άλλες υποθέσεις του πάρκου, με την επεξήγηση πως σε κάποιες υποθέσεις χρησιμοποιήθηκαν πέτρες όπως και στην πρώτη. Τα θύματα των επιθέσεων δεν αναγνωρίζουν με σιγουριά τον Παγκρατίδη. Ωστόσο η αστυνομία και οι δικαστικές αρχές τον κρίνουν ένοχο αυθαίρετα για όλες τις υποθέσεις. Ο ίδιος ενώ αρχικά ομολογεί την ενοχή του, μετέπειτα αποκαλύπτει πως δεν έχει πραγματοποιήσει ο ίδιος αυτό το μοτίβο φρικαλέων εγκλημάτων.
Αναφέρει μάλιστα πως η αστυνομία με σωματική και ψυχολογική βία, τον ανάγκασαν να υποστηρίξει πως είναι ένοχος. Τα λόγια του ήταν : «στις 9 το βράδυ της μέρας που λένε πως ομολόγησα με βάλανε σε ένα δωμάτιο που έσταζε νερό. Μετά με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο όπου μου έδωσαν να φάω ένα παξιμάδι μόνο. Εκεί με κράτησαν όρθιο ως τις 10 το πρωί. Ζητούσα νερό και δεν μου δίνανε. “Πες μας” μου έλεγαν, “ότι είσαι ο δράκος και θα σου δώσουμε”….. Στο μεταξύ από τη δίψα κόντεψα να τρελαθώ. Ώσπου μια στιγμή δεν άντεξα. “Δώστε μου νερό”, είπα, “και θα σας πω ότι θέλετε”.…».
Το ανατριχιαστικό σκέλος της υπόθεσης δεν είναι εάν ο Παγκρατίδης είναι αθώος ή ένοχος. Είναι η λύσσα, ο αποτροπιασμός των πολιτών και τα αιμοβόρα ένστικτα τους, επειδή ήταν ένας «αντικοινωνικός» άνθρωπός. Το δικαστήριο του επέβαλε ποινή, σύμφωνα με την σεξουαλικότητα του, την χρήση ουσιών και το δημόσιο πανηγύρι που είχε στηθεί πάνω στο πρόσωπο του και που τον «συνόδευε» και όχι δίκαια, αμερόληπτα και «νηφάλια».
«Ο Παγκρατίδης εδείκνυεν άτομον με πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς, όπως κίναιδος ενεργητικός, ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, εφαψίας, κλέπτης, διψομανής, πότης και καταχραστής χασίς», «Το παιδί αυτό, τον Παγκρατίδη τον γνώρισα πριν δέκα χρόνια. Πουλούσε το κορμί του για δέκα φράγκα. Ερχόταν και μαζί μου και κάναμε τη δουλειά. Εγώ τον πλησίασα, εγώ είμαι γνωστός ο Βασίλης ο Τενεκετζής. Ήξερα ότι είναι κίναιδος. Πήγαμε στο Ρεντζίκι, του έδωσα 15 δραχμές. Έχω πάει πολλές φορές μαζί του.» Αποσπάσματα από τις καταθέσεις στο δικαστήριο.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1968 στις 07:05′ το πρωί, ο Παγκρατίδης εκτελέστηκε από απόσπασμα της Χωροφυλακής σε μια τοποθεσία του δάσους του Σέιχ -σου, κοντά στον τόπο που διέπραξε τα εγκλήματά του.
Ο ίδιος ο Παγκρατίδης πληροφορήθηκε την επικείμενη εκτέλεσή του, την προηγούμενη νύχτα, που την πέρασε με την βοήθεια του ιερέα των φυλακών που έμεινε μαζί του μέχρι τη στιγμή που έφυγε από την φυλακή για τον τόπο της εκτέλεσης. Όταν έφτασαν εκεί, και αφού δέχτηκε να του δέσουν τα μάτια, είπε λίγο πριν πεθάνει: Πάντως είμαι αθώος. Ίσως μια μέρα πιαστεί ο ένοχος και τότε…. Μετά την εκτέλεση και αφού διαπιστώθηκε ο θάνατός του από τον γιατρό, η νεκροφόρα του δήμου και ένα περιπολικό της Αστυνομίας πήραν το πτώμα – και χωρίς να ειδοποιηθεί κανείς από τους συγγενείς του – το έθαψαν στο νεκροταφείο της παρακείμενες κοινότητας Εξοχής Θεσσαλονίκης, αφού πρώτα έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία. Οι συγγενείς διάβασαν το νέο από τις απογευματινές εφημερίδες.