Advertisement
ΕΛΛΑΔΑ

Γιάννης Μακρυγιάννης: Τα σπουδαία λόγια, η ζωή και η ιστορία του μεγάλου Έλληνα αγωνιστή

11:28
Newsroom

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης υπήρξε ένας από τους σημαίνοντες αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης και συγγραφέας των περίφημων «Απομνημονευμάτων» του.
Ο Ιωάννης Τριαντάφυλλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1797 στα κακοτράχαλα βουνά της Δωρίδας, στο χωριό Αβορίτη, τρεις ώρες δρόμο από το Λιδωρίκι.

Το «Μακρυγιάννης» είναι παρατσούκλι και τού δόθηκε από τους συγχωριανούς του, για το ψηλό του ανάστημα. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του Δημήτριο Τριαντάφυλλο, που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους στην Λιβαδειά. Ο Γιάννης Μακρυγιάννης πέθανε στις 27 Απριλίου 1864, σε ηλικία 67 ετών.

Advertisement

Ο Μακρυγιάν­νης αναγκάστηκε  να αγωνιστεί για την επιβίωσή του, το βιός του και για την πατρίδα και τον αγώ­να της για την απελευθέρωση

Και στους τρεις αυτούς θεµελιώδεις σταθµούς του βίου του αρίστευσε. Γεννήθηκε το 1794 στον συνοικισµό Αβορίτι του Κροκυλείου Δωρίδας και όταν ήταν ακόµα βρέφος έχασε τον πατέρα του Δηµήτρη Τριανταφύλλου, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους Τούρκους.

Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του

«Η πατρίς της γεννήσεώς µου είναι από το Λιδορίκι· χωριό του Λιδορικιού ονοµαζόµενον Αβορίτη. […] Οι γοναίγοι µου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπα-σα. Πολυφαµελίτες οι γοναίγοι µου και φτωχοί, και όταν ήµουνε ακόµα στην κοιλιά της µητρός µου, µιαν ηµέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορ­τώνοντας τα ξύλα στον ώµο της, φορτωµένη στο δρόµο, στην ερηµιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εµένα. Μόνη της η καηµένη κι αποστα­µένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελε-χώνεψε µόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εµένα και πήγε στο χωριό» (Β’ 11-12).

Advertisement

Advertisement

Το επώνυµο Μακρυγιάννης το απέκτησε αρ­γότερα λόγω του ύψους του. Στα εφτά του κι­όλας χρόνια, έχοντας ζήσει τη µαύρη φτώχεια, δούλεψε σαν υπηρέτης· ωστόσο, ένιωθε ταπεί­νωση και δεν ήθελε να κάνει τις δουλειές που του ανέθεταν οι αφέντες του.

«Εγώ έγινα ως εφτά χρονών. Με βάλαν να εργάζοµαι σε έναν εκατό παράδες τον χρόνον, τον άλλον χρόνον πέντε γρόσια. Αφού έκα­να πολλές δουλειές, ήθελαν να κάνω κι’ άλλες δουλειές ταπεινές του σπιτιού και να περιποι-ώµαι τα παιδιά. Τότε αυτό ήταν ο θάνατός µου. Δεν ήθελα να κάµω αυτό το έργον και µ’ έδερ­ναν και οι αφεντάδες και οι συγγενείς.»
Το 1811, ο γραµµατέας του Αλή Πασά και συ­µπολίτης του, Αθανάσιος Λιδωρίκης, τον παίρ­νει µαζί του και µεγαλώνει στην Άρτα και τα Γι­άννενα. Εκεί όπως λέει και ο ίδιος «Καζάντισε τα ελέη του Θεού»!

Στα 23 του χρόνια ο Μακρυγιάννης ήταν πλούσιος

Σε ηλικία 23 ετών, τρία χρόνια πριν ξεσπάσει η Επανάσταση των Ελλήνων υπόδουλων ενάντια στον Οθωµανό δυνάστη, καταφέρνει να απο­κτήσει µια σηµαντική για την εποχή περιουσία. Αυτό το διάστηµα που σχετίζεται µε τις οικονο­µικές του δραστηριότητες έχει επικριθεί από πολλούς µεταγενέστερους ιστορικούς, που τον παρουσιάζουν σαν έναν άνθρωπο καιροσκόπο του στενού ιδιωτικού συµφέροντος, ο οποίος, προκειµένου να πλουτίσει, δεν απέφυγε και την καταραµένη τοκογλυφία. Ιδιαίτερα επικρι­τικοί είναι ο Γεράσιµος Κακλαµάνης και ο Βασί­λης Ραφαηλίδης στα βιβλία τους «Η Ελλάς ως κράτος δικαίου» και «Ιστορία (κωµικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830-1974» αντί­στοιχα. Εδώ παρουσιάζεται ένα άλλο πρόσωπο του αγωνιστή, που τον θέλει έµπορο καταφερ­τζή· ο Ραφαηλίδης τον κατηγορεί επιπλέον και ως αρχαιοκάπηλο, που είχε καταφέρει να κερ­δίσει µεγάλη κτηµατική περιουσία κάτω από την Ακρόπολη.

Advertisement

Ο Μακρυγιάννης εχθρευόταν τους Βαυαρούς

Μια ακόµα επώδυνη κατηγορία που προσάπτεται στον ήρωα Μακρυγιάννη είναι ότι η έχθρα του για τους Βαυαρούς προέρχεται από τα ρυµοτοµικά τους σχέδια, που προέβλε­παν απαλλοτριώσεις των κτηµάτων του. Από την άλλη, ο Κωστής Μοσκώφ, χωρίς να απαρνιέται τη φιλοχρήµατη πλευρά του χαρακτήρα του στρατηγού, αναδεικνύει τον µονοµερή χαρα­κτήρα µιας τέτοιας – ίσως και εµπαθούς – αντι­µετώπισης της υπόστασής του, καθώς φωτίζει πληρέστερα αυτό που όντως υπήρξε µε µιαν έκφραση αποθεωτικής λιτότητας και περιεχο­µένου: Σαράφης* Άγιος.

Ωστόσο, δίπλα στις κατεδαφιστικές και ισο­πεδωτικές απόψεις υπάρχει και το αδιαµφισβή­τητο γεγονός της µεγάλης του συνεισφοράς, µε λάθη και παραλείψεις, ανθρώπινες βέβαια, που τον ανέδειξε ως µια από τις σηµαντικότε­ρες µορφές της Επανάστασης.

Υπηρετώντας την Επανάσταση

Ήδη το 1820 έχει µυηθεί στη Φιλική Εται­ρεία και έναν χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του 1821, στέλνεται σε σηµαντική αποστολή στην Πάτρα για να συµµετάσχει στις προετοιµασίες της Επανάστασης που θα ξεκινούσε. Εκεί κιν­δύνευσε να συλληφθεί και επέστρεψε στην Άρτα. Ωστόσο, οι Τούρκοι είχαν ήδη λάβει γνώ­ση και τον συνέλαβαν εκεί οδηγώντας τον σι-δηροδέσµιο στις φυλακές. Εκεί, για 70 ηµέρες τον βασάνιζαν προκειµένου να τους µαρτυρή­σει πού έκρυβε το βιός του. Κάποια στιγµή, παριστάνοντας τον ετοιµοθάνατο, κατάφερε να δραπετεύσει.

Advertisement

«Και µόριχναν εµένα ξύλο και παιδεµούς πλήθος, και αφού πήγαν να µε χαλάσουνε. Και από τα χτυπήµατα επρίστηκε το σώµα µου και καντήλιασε και ήµουν εις θάνατο. Έταξα αρκε­τά χρήµατα ενού Αρβανίτη να βγω να µε ιδή για­τρός και να πάρω και γιατρικά και τα χρήµατα».

Ύστερα από µια σειρά ταλαιπωριών βρέθη­κε να πολεµάει στο πλευρό του Γώγου Μπακό-λα στα Τζουµέρκα Άρτας και κατόπιν στη µάχη του Πέτα (Σεπτέµβριος 1821), όπου και τραυ­µατίστηκε. Επίσης στη συνέχεια, τον Νοέµβριο µε Δεκέµβριο του ’21, έλαβε µέρος στην πολι­ορκία της Άρτας. Ήδη η υγεία του παρουσίαζε προβλήµατα από την παραµονή του στις φυλα­κές αλλά και τα βασανιστήρια που υπέστη εκεί. Για ένα διάστηµα αφότου αρρώστησε, έµεινε πρώτα στο Μεσολόγγι και έπειτα εµφανίστηκε ως οπλαρχηγός στα Σάλωνα. Μετά την ανάρρω­σή του πήρε µέρος σε διάφορες επιχειρήσεις στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Έπειτα από λί­γο, στο δεύτερο έτος της Επανάστασης, βρέ­θηκε να ακολουθεί τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γιάννη Γκούρα στην Αθήνα. Εκεί θα γί­νει για λίγο πολιτάρχης (αστυνόμος).

Ωστόσο, σύντομα θα νιώσει απογοήτευση και απαξίω­ση από τα φερσίματα των Ανδρούτσου – Γκού-ρα, έτσι που θα αναγκαστεί να τους εγκαταλεί­ψει. Σημαντικό ρόλο σε αυτή του την απόφαση ήταν η φιλαργυρία και η πλεονεξία του Γιάν­νη Γκούρα, που αηδίασαν τον Μακρυγιάννη, ο οποίος κατέφυγε τελικά στον Μοριά. Αλλά κι εκεί τα καμώματα των πολιτικών και οι μεταξύ τους έριδες δεν τον έκαναν ευτυχέστερο, ιδι­αίτερα δε ο Μαυροκορδάτος…

Στον Εμφύλιο γίνεται στρατηγός

Συμμετέχει στον Εμφύλιο και ονομάζεται δι­αδοχικά χιλίαρχος, αντιστράτηγος και στρατη­γός. Καθώς σχηματίστηκε το παράνομο εκτε­λεστικό στο Κρανίδι και υπήρχαν δυο κυβερ­νήσεις, ο Μακρυγιάννης βρέθηκε με το νέο εκτελεστικό του Κρανιδίου στο πλευρό του Γ. Κουντουριώτη, του Κωλέττη και του Μαυρο­κορδάτου και πολέμησε για λογαριασμό τους εναντίον της άλλης παράταξης στη Δαλαμα-νάρα (9 και 10 Μαΐου 1824). Έπειτα αποστέλ­λεται στην Αρκαδία και τη Μεσσηνία, επειδή οι κάτοικοι αρνούνταν να πληρώνουν φόρους στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Επιστρέφο­ντας στο Ναύπλιο διηγείται τα παθήματά του, αφού λίγο έλειψε να σκοτωθεί. Κατόπιν με­ταβαίνει στην Αθήνα με σκοπό να πείσει τον Γκούρα, τον Καρατάσο, τον Γάτσο και άλλους να κατέβουν στον Μοριά, να πολεμήσουν τους «αντάρτες» της άλλης παράταξης. Η μετάβασή τους, όταν τελικά πείθονται, συνοδεύεται από ένα όργιο αρπαγών και αυθαιρεσιών. Ο Μα­κρυγιάννης παραπονιόταν για όλα αυτά, αλλά ο ίδιος είχε μεγάλη ευθύνη για το φούντωμα του Εμφυλίου. Ο ίδιος σημειώνει στ’ απομνη-μονεύματά του: «Δεν ήξερε κανείς τι να κάμει. Ήμουν άμαθος από τέτοια». Φαίνεται να ήταν μια ειλικρινής εξομολόγηση. Απογοητευμέ­νος εξάλλου από όλους, σημειώνει παρακάτω: «Μούτζες και στρούτζες να ’χουν και το ’να και τ’ άλλο μέρος».

Ξανά στα όπλα της Επανάστασης

Στο Νιόκαστρο και στους Μύλους, ο Μακρυ­γιάννης πολέμησε στο πλευρό του Δημήτρη Υψηλάντη και του Κωνσταντίνου Μαυρομιχά­λη τον Κιουταχή που έβαλε πόδι στον Μοριά. Μάλιστα, υπήρξε ο βασικός συντελεστής της νίκης και τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξί του χέρι. Κατόπιν αυτός ο ακάματος στρατιώτης παραιτήθηκε από το αξίωμα του στρατηγού για να καταταχτεί ως απλός στρατιώτης στο τακτικό σώμα του Φαβιέρου. Ως πολιτάρχης της Αθήνας, όταν ο Κιουταχής πολιορκούσε την Ακρόπολη, ο Μακρυγιάννης πολέμησε ηρωικά, ιδιαίτερα στις μάχες του Σερπετζέ (θέατρο Ηρώδη του Αττικού), όπου και τραυ­ματίστηκε τρεις φορές σε μια νύχτα, τη μια σοβαρά στο κεφάλι. Γεμάτος τραύματα σε όλο το σώμα τερματίζει εδώ την ένοπλη θητεία του στο Έθνος, αφού πρώτα έλαβε μέρος σε μερικές επικίνδυνες αποστολές σε Αθήνα και Πειραιά!

Ο πολιτικός Μακρυγιάννης

Στην περίοδο της διακυβέρνησης του Καπο­δίστρια (1828-1830) διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Πελοποννήσου. Όταν, ωστόσο, πέ­ρασε στην αντικαποδιστριακή πτέρυγα, αντι­καταστάθηκε από τον Νικηταρά. Στην περίοδο του Όθωνα έδειξε θερμό ενδιαφέρον για τους αγωνιστές του 1821 και υποστήριξε τα δίκαιά τους. Οι αντιβασιλικοί μπαινόβγαιναν στο σπί­τι του στην Πλάκα. Εκεί δόθηκε και ο όρκος πριν από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρί­ου 1843, που έκανε μαζί με τον Δημήτρη Καλ­λέργη: «Ορκιζόμαστε αβιάστως να φυλάξωμεν την πατρίδα μας, ότι κινδυνεύει από τους τοι­ούτους… Και ορκίζομαι εγώ πρώτος ο Μακρυ­γιάννης να φυλάξω όλα αυτά…».

Οι όρκοι δεν έμειναν στα λόγια! Έτσι, με την επανάσταση της 3ης του Σεπτέμβρη, το 1843, η χώρα αποκτά το πρώτο της Σύνταγ­μα. Αυτή υπήρξε και η μέγιστη προσφορά του ακαταμάχητου αρχιστρατήγου στην πατρίδα κατά τη διάρκεια της Οθωνικής περιόδου. Στη συνέχεια οι μαινόμενοι βασιλικοί δεν έχα­σαν την ευκαιρία προκειμένου να τον εκδι­κηθούν, να τον κατηγορήσουν για συνωμοσία και να τον φυλακίσουν το 1852. Ο Μακρυγι­άννης καταδικάστηκε σε θάνατο, ωστόσο η ποινή του μετατράπηκε σε φυλάκιση. Τέλος, αποφυλακίστηκε το 1854 με εντολή του τότε πρωθυπουργού και συναγωνιστή Δημητρίου Καλλέργη. Ωστόσο, η κακομεταχείριση στις φυλακές τον είχε καταβάλει. Πέρασε τα τε­λευταία χρόνια της ζωής του προσευχόμενος. Πέθανε σε ηλικία 67 ετών. Ο λαός της Αθήνας τον έκλαψε και τον κήδεψε με μεγάλες τιμές στο Α’ Νεκροταφείο.

Σύμβολο του ελληνισμού

Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος, αλλά σε ηλικία 33 χρόνων – «στα γεράματά του», όπως σημειώνει χαριτολογώντας – «έμαθε γράμμα­τα, για να γράψει το βίο του». Τα χειρόγραφά του ανακάλυψε και αποκατέστησε με πολύ κόπο ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος και τα εξέδωσε με εκτενή πρόλογο το 1907. Η κατο­πινή και κορυφαία λογοτεχνική γενιά του ’30, με κύριο εκφραστή της τον Γιώργο Σεφέρη, θα ανακαλύψει στα Απομνημονεύματα αυτού του αγραμμάτου αγωνιστή «μια από τις πιο μορφω­μένες ψυχές του ελληνισμού» (Γιώργος Σεφέ­ρης, Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης).

 

 

TAGS:
Advertisement