Ανησυχητικά στοιχεία για την πρόσβαση των πολιτών σε προσιτή κατοικία φέρνει στο φως πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία κατατάσσει την Ελλάδα στις χαμηλότερες θέσεις της Ε.Ε. όσον αφορά τη στεγαστική προσιτότητα.
Τα στοιχεία της μελέτης δείχνουν ότι το 31% των νοικοκυριών στις αστικές περιοχές και το 25% στις αγροτικές καταβάλλουν πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για έξοδα στέγασης. Η εικόνα που αποτυπώνεται βασίζεται σε δεδομένα της Έρευνας Χρηματοοικονομικών και Καταναλωτικών Συμπεριφορών των Νοικοκυριών (HFCS).
Η μελέτη εστιάζει στην επιβάρυνση που υφίστανται συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως οι άνεργοι, οι ενοικιαστές, τα μονογονεϊκά νοικοκυριά, οι νέοι και οι πολίτες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά και εκείνα με μέλη κάτω των 30 ετών καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά πίεσης.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι κύριοι παράγοντες που ενισχύουν τη στεγαστική κρίση είναι η διαρκής αύξηση των τιμών των ακινήτων από το 2016 και μετά, η εισροή ξένων κεφαλαίων στον κλάδο, η άνοδος των βραχυχρόνιων μισθώσεων και η απουσία επαρκούς κοινωνικής στέγασης και επιδοματικής πολιτικής.
Ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά επιβάρυνσης παρατηρούνται στα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Στην Αθήνα, το 61% των ενοικιαστών δαπανά άνω του 40% του εισοδήματός του για στέγη, ενώ στη Θεσσαλονίκη το ποσοστό φτάνει το 68%.
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Οι ιδιοκτήτες που δεν έχουν στεγαστικό δάνειο εμφανίζουν τη μικρότερη επιβάρυνση, σε αντίθεση με τους ενοικιαστές και τους ιδιοκτήτες που αποπληρώνουν δάνειο, οι οποίοι αντιμετωπίζουν σοβαρότερο πρόβλημα προσιτότητας.
Περιοχές όπως η Ήπειρος, η Κρήτη, τα Ιόνια Νησιά και η Αττική καταγράφουν αύξηση στη στεγαστική πίεση. Αντίθετα, οριακές μειώσεις παρατηρούνται στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Ωστόσο, η συνολική εικόνα παραμένει αρνητική σε όλες τις περιφέρειες.
Οι συντάκτες της μελέτης τονίζουν την ανάγκη για ένα συγκροτημένο πλαίσιο πολιτικών που να αντιμετωπίζει το πρόβλημα ολιστικά. Προτείνουν αναθεώρηση των στεγαστικών επιδομάτων, ενίσχυση της κοινωνικής στέγασης, ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και αξιοποίηση των κενών κατοικιών. Η συστηματική συλλογή στοιχείων για τις μισθώσεις κρίνεται επίσης κρίσιμη για τη χάραξη αποτελεσματικής πολιτικής, ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών.