Advertisement
ΕΥΡΩΠΗ

2 ύποπτοι σε ισόβια, μόνο ένας είναι ένοχος: Η μυστηριώδης δολοφονία της μητέρας και της 6χρονης κόρης της

14:10
Νίκη Μουλά

Δύο εγκληματίες βρίσκονται στη φυλακή για ένα έγκλημα που μόνο ο ένας από τους δύο έχει διαπράξει, στη Βρετανία.

Ο 61χρονος σήμερα Μάικλ Στόουν καταδικάστηκε πριν από δύο δεκαετίες για τις φρικτές δολοφονίες με σφυρί, της Λιν Ράσελ και της εξάχρονης κόρης της Μέγκαν, καθώς και για τη απόπειρα δολοφονίας του μεγαλύτερου παιδιού της οικογένειας, της εννιάχρονης τότε, Τζόσι.

Advertisement

 

Ωστόσο μία ομολογία, που έγινε το περασμένο Σαββατοκύριακο, θέτει την καταδίκη Στόουν σε αμφισβήτηση ή αλλιώς σε νέα βάση. Ο 53χρονος Λιβάι Μπέλφιλντ, ένας κατά συρροή δολοφόνος, καταδικασμένος σε ισόβια, ισχυρίζεται πως αυτές τις δολοφονίες, για τις οποίες έχει καταδικασθεί ο Μάικλ Στόουν, τις διέπραξε εκείνος.

Advertisement

 

Advertisement

Με μία έγγραφη ομολογία του ο Μπέλφιλντ ανέλαβε πριν από λίγες ημέρες την ευθύνη για την δολοφονική επίθεση στην οικογένεια Ράσελ, για την οποία ο Στόουν είχε καταδικασθεί σε ισόβια κάθειρξη το 1998, καθώς και για την ανεξιχνίαστη δολοφονία μιας γυναίκας, της Τζούντιθ Γκόλντ, το 1990. Αναφορικά με τις δολοφονίες των Ράσελ, ο 53χρονος Μπέλφιλντ υπογράμμισε στην ομολογία του «κάτι τέτοιο δεν μου έχει συμβεί ποτέ, με την έννοια να έχω διαπράξει εγώ ένα έγκλημα και κάποιος άλλος να έχει καταδικασθεί γι’ αυτό. Ζητώ συγγνώμη από τον Στόουν και από την οικογένεια Ράσελ για τις αποτρόπαιες πράξεις μου».

 

Advertisement

 

Αν δεν ήταν ο Μάικλ Στόουν αυτός που επιτέθηκε στην οικογένεια Ράσελ, τότε φαίνεται πως διαπράχθηκε μια συγκλονιστική δικαστική πλάνη. Ακόμη χειρότερα, αν ο Μπέλφιλντ ήταν ο πραγματικός δολοφόνος τους, τότε οι αποτυχίες της αστυνομίας και του δικαστικού συστήματος τού επέτρεψαν να παραμείνει ελεύθερος και να πραγματοποιήσει τουλάχιστον τρεις ακόμη δολοφονίες. Διότι, αν ο Μπέλφιλντ είχε συλληφθεί τότε και είχε σταματήσει μετά τη διάπραξη του πρώτου του φόνου, όπως ισχυρίζεται τώρα ότι έκανε, τουλάχιστον άλλες πέντε γυναίκες θα ήταν σήμερα ζωντανές.

 

Ο Μάικλ Στόουν

 

Advertisement

Στις 9 Ιουλίου του 1996, η Δρ. Λιν Ράσελ, γεωλόγος, οι δύο κόρες της, Μέγκαν και Τζόσι και το σκυλάκι τους Λούσι επέστρεφαν στο σπίτι τους μετά από αγώνες κολύμβησης. Η διαδρομή τους περνούσε μέσα από έναν ερημικό επαρχιακό δρόμο στο Τσίλεντεν του Κεντ. Κάποια στιγμή, τις προσπέρασε ένα αυτοκίνητο, που σταμάτησε λίγο πιο κάτω. Από την θέση του οδηγού βγήκε ένας άνδρας που κρατούσε στα χέρια του ένα σφυρί. Με αυτό, ακινητοποίησε την μητέρα και της ζήτησε να του δώσει όσα χρήματα είχε επάνω. Η Λιν του απάντησε πως είχε αφήσει τα χρήματα και το πορτοφόλι της στο σπίτι και προσφέρθηκε να πάνε μαζί μέχρι εκεί για να του δώσει χρήματα, κάτι που εκείνος αρνήθηκε.

 

Σε κάποια στιγμή, η μητέρα φώναξε στην κόρη της Τζόσι να τρέξει στο πλησιέστερο σπίτι για βοήθεια. Ο άνδρας άρπαξε τότε το παιδί και το χτύπησε στο κεφάλι με το σφυρί. Στη συνέχεια οδήγησε τις τρεις τους σε ένα πυκνό δάσος, όπου τις έδεσε με λωρίδες σκισμένες από την πετσέτα κολύμβησης της Τζόσι, ένα κορδόνι κι ένα καλσόν. Στη συνέχεια χτύπησε τη Λιν στο κεφάλι τουλάχιστον 15 φορές, χτυπήματα που επέφεραν τον θάνατό της. Η Μέγκαν είχε χτυπηθεί τουλάχιστον επτά φορές, έχοντας υποστεί μεγάλα κατάγματα στο κρανίο. Η Τζόσι, βρέθηκε δεμένη σε ένα δέντρο. Ήταν τόσο πολύ κακοποιημένη, που οι πρώτοι που έφθασαν στον τόπο του εγκλήματος νόμιζαν πως ήταν κι εκείνη νεκρή.

 

Το στυγερό έγκλημα θα μπορούσε να έχει διαπράξει «ένας ιδιαίτερα βίαιος, ψυχικά ασταθής, ληστής και εθισμένος στην ηρωίνη άνδρας από το κοντινό Γκίλινχαμ, με το όνομα Μάικλ Στόοουν». Ο ίδιος, είχε βιώσει μια τραυματική παιδική ηλικία με σωματική και σεξουαλική κακοποίηση ακόμη και όταν βρισκόταν υπό τη σκέπη των Κοινωνικών Υπηρεσιών. Σύμφωνα με συγγενείς, ο πατριός του, Πίτερ Στόουν, συνήθιζε να τον χτυπάει με σφυρί.

 

Ως παιδί, ο Μάικλ Στόουν βασάνιζε ζώα ενώ είχε αναγκάσει υπό την απειλή μαχαιριού μια μαθήτρια να γδυθεί σε κάποια παιδική χαρά. Έκλεβε και έκανε διαρρήξεις για να αγοράσει ναρκωτικά και η πρώτη του ποινική καταδίκη ήρθε σε ηλικία μόλις 11 ετών. Το 1981 καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση για επίθεση σε άνδρα με σφυρί κατά τη διάρκεια μιας ληστείας. Δύο χρόνια αργότερα καταδικάστηκε σε τεσσεράμισι χρόνια για άλλη μια επίθεση, κατά την οποία είχε μαχαιρώσει στο στήθος έναν πρώην συμμαθητή του, ενώ το θύμα κοιμόταν. Το 1987 καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια κάθειρξη για δύο ένοπλες ληστείες.

 

Η σημαντική ανακάλυψη στην υπόθεση Ράσελ ήρθε όταν το πρόγραμμα «Crimewatch» του BBC πραγματοποίησε μια αναπαράσταση της επίθεσης για να τιμήσει την πρώτη επέτειο. Τότε, ένας μεγάλος αριθμός θεατών κατονόμασε ως δράστη τον Στόουν. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και επαγγελματίες γιατροί που είχαν αντιμετωπίσει τα ψυχικά προβλήματα του Στόουν λίγες ημέρες πριν από την επίθεση στις Ράσελ. Περιέγραψαν την οργή και την επιθετικότητά του καθώς και τις φαντασιώσεις του να βασανίζει ανθρώπους και να σκοτώνει παιδιά. Ένας ψυχίατρος είπε ότι η συμπεριφορά του ήταν τόσο ανησυχητική που φοβόταν για τη ζωή του.

 

Ο Στόουν δεν είχε άλλοθι για τη μοιραία μέρα. Προέκυψε επίσης ότι είχε προσπαθήσει να εισαχθεί ξανά σε ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου την επόμενη μέρα της επίθεσης. Είχε κάψει τα ρούχα που φορούσε. Αλλά δεν υπήρχαν άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Η Τζόσι Ράσελ, παρόλο που είχε αναρρώσει δεν μπορούσε να συνεισφέρει στην έρευνα, που, όπως και η επακόλουθη δίωξη βασίσθηκαν σε μεγάλο βαθμό στις συνομιλίες που φέρεται να είχε ο Στόουν με συγκρατούμενους του, ενώ κρατούνταν. Τον Οκτώβριο του 1998 ο Στόουν καταδικάστηκε σε ισόβια για τις επιθέσεις. Όμως, μέρες αργότερα, ένας από τους κρατούμενους που είχε καταθέσει ως μάρτυρας παραδέχτηκε ότι είχε πει ψέματα. Ο Στόουν άσκησε έφεση, οι καταδίκες του ακυρώθηκαν, έγινε εκ νέου δίκη. Όμως το 2001 καταδικάστηκε για άλλη μια φορά, με πλειοψηφία. Μια δεύτερη έφεση απορρίφθηκε το 2005. Και έτσι είχαν τα πράγματα, μέχρι την απροσδόκητη παρέμβαση του Λιβάι Μπέλφιλντ…

 

Ο Μπέλφιλντ πραγματοποίησε τις επιθέσεις για τις οποίες καταδικάστηκε στα προάστια του Νοτιοδυτικού Λονδίνου. Το κύμα των γνωστών ή πιθανών επιθέσεων του σε νεαρές γυναίκες στο Νοτιοδυτικό Λονδίνο ξεκίνησε το 2001.

 

Η Άννα-Μαρία Ρένι, τότε 17 ετών, θα αναγνωρίσει αργότερα τον Μπέλφιλντ ως τον άνδρα που την απήγαγε και τη φυλάκισε τον Οκτώβριο στο Ρίτσμοντ. Τον επόμενο Μάρτιο, η 13χρονη Μίλυ Ντόουλερ εξαφανίστηκε καθώς επέστρεφε στο σπίτι της από το σχολείο. Το σώμα της βρέθηκε στο Χάμσιρ τον Σεπτέμβριο. Τον Φεβρουάριο του 2003, η Μάρσα ΜακΝτόνελ, 19 ετών, ξυλοκοπήθηκε στο κεφάλι όταν κατέβηκε από ένα λεωφορείο στο Χάμπτον και πέθανε δύο μέρες αργότερα. Εκείνο τον Δεκέμβριο, η Ίρμα Ντραγόσι χτυπήθηκε επίσης με ένα αμβλύ όργανο καθώς περίμενε ένα λεωφορείο στο Δυτικό Λονδίνο. Αυτή επέζησε. Τον επόμενο Μάιο, η Κέιτ Σίντι, 18 ετών, χτυπήθηκε επίτηδες από ένα αυτοκίνητο που οδηγούσε ένας άνδρας, επίσης στο Δυτικό Λονδίνο. Επέζησε και αυτή με πολλαπλά τραύματα. Όμως η Αμελί Ντελαγκράνζ, μια 22χρονη Γαλλίδα φοιτήτρια, πέθανε στο νοσοκομείο αφού βρέθηκε με σοβαρά τραύματα στο κεφάλι στο Τουίκεναμ.

 

Τον Φεβρουάριο του 2008 ο Μπέλφιλντ κρίθηκε ένοχος για τις δολοφονίες των ΜακΝτόνελ και Ντελαγκράνζ , καθώς και για την απόπειρα δολοφονίας της Σίντι και καταδικάστηκε σε ισόβια. Στη δεύτερη δίκη του, το 2011, κρίθηκε ένοχος για την απαγωγή και τη δολοφονία της Μίλυ Ντόουλερ. Το ενδιαφέρον αυξήθηκε για τον πιθανό ρόλο του σε δεκάδες άλλα εγκλήματα. Και για ένα συγκεκριμένα: τις δολοφονίες των Ράσελ.

 

Σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC που μεταδόθηκε εκείνη τη χρονιά, η πρώην σύντροφος του Μπέλφιλντ και μητέρα των δύο παιδιών του, Τζο Κόλινγκς – που δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ήταν δολοφόνος – είπε ότι δεν θα μπορούσε να είχε εμπλακεί στους θανάτους του Τσίλεντεν. Πώς ό,τι κι αν ισχυριζόταν, είχε ισχυρό άλλοθι.

 

«Αυτή ήταν η μέρα των γενεθλίων μου», είπε η Τζο στο ντοκιμαντέρ. «Αυτός [ο Μπέλφιλντ] δεν έφυγε από το πλευρό μου όλη μέρα και όλη τη νύχτα, οπότε δεν υπάρχει απολύτως καμία περίπτωση. . . Σιχαίνομαι που το λέω, αλλά μπορώ να πω με το χέρι στην καρδιά πως δεν το έκανε».

 

Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους, ο Μπέλφιλντ αρνήθηκε αργότερα ότι δολοφόνησε τις Ράσελ και πως είχε ομολογήσει. Ισχυρίστηκε ότι είχε λάβει τρεις επιστολές από τον Στόουν και μίλησε για τις «επίμονες προσπάθειες» του τελευταίου να τον κάνει να αναλάβει την ευθύνη. Υποστήριξε επίσης ότι ο Στόουν προσφέρθηκε να του δώσει ένα μερίδιο από οποιαδήποτε χρήματα αποζημίωσης τα οποία θα μπορούσε να πάρει για την άδικη καταδίκη του.

 

O Λιβάι Μπέλφιλντ

 

Ποιος από τους δύο εγκληματίες είναι ο πραγματικός ένοχος για το έγκλημα που συγκλόνισε τη Βρετανία

 

Οι δύο άνδρες ήταν τρόφιμοι της ίδιας φυλακής στην κομητεία Ντάραμ, όπου παραμένουν και σήμερα. Βρίσκονται σε διαφορετικές πτέρυγες και δεν έχουν συναντηθεί ποτέ. Ο Μπέλφιλντ – που τώρα αυτοαποκαλείται Γιουσούφ Ραχίμ – έχει κάνει μια σειρά αντικρουόμενων ισχυρισμών σχετικά με τις δολοφονίες Ράσελ. Τώρα, φαίνεται να έχει κάνει μια επίσημη ομολογία μέσω του δικηγόρου του. Ο τελευταίος επεσήμανε: «Ο Λιβάι Μπέλφιλντ έκανε απόπειρα αυτοκτονίας τον Νοέμβριο. Ήταν μια πολύ σοβαρή απόπειρα κατά την οποία κινδύνευσε η ζωή του. Νομίζω ότι υπάρχει μια περίοδος προβληματισμού από τότε. Αυτός δεν είναι ο Μπέλφιλντ που όλοι γνωρίζουμε. Είναι ειλικρινά μετανιωμένος».

 

Ο Ντέιβιντ Ουίλσον, ομότιμος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham City, όπου ίδρυσε το Κέντρο Εφαρμοσμένης Εγκληματολογίας, δήλωσε στη Mail ότι έχει τις αμφιβολίες του για την «εξομολόγηση» του Μπέλφιλντ, επισημαίνοντας «εάν ο Λιβάι Μπέλφιλντ παρέχει πληροφορίες τις οποίες μόνο ο δολοφόνος θα γνώριζε και μπορούν να επαληθευτούν, τότε θα πρέπει όντως να ανακριθεί από την αστυνομία για αυτά τα ιστορικά εγκλήματα. Αλλά ο Λιβάι Μπέλφιλντ είναι ένας άψογος ψεύτης. Λέει ψέματα από παιδί. Ο τρόπος δράσης του ήταν να επιτίθεται σε ξανθιές, νεαρές κοπέλες ή γυναίκες στο Λονδίνο και οι δολοφονίες της Λιν και της Μέγκαν Ράσελ δεν ταιριάζουν με αυτό το πρότυπο συμπεριφοράς. Ο Λιβάι Μπέλφιλντ είναι ένας νάρκισσος και επειδή ο κόσμος δεν μιλάει πλέον για εκείνον, επινόησε πως δολοφόνησε και την οικογένεια Ράσελ προκειμένου να επαναφέρει το όνομά του στην επικαιρότητα. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε αυτά που λέει με προσοχή μέχρι να μάθουμε με βεβαιότητα αν λέει την αλήθεια, ίσως για πρώτη φορά…».

 

Η Αμελί Ντελαγκράνζ
TAGS:
Advertisement