Η Γεωργία Βασιλειάδου υπήρξε ένα από τα πιο αγαπημένα και χαρακτηριστικά πρόσωπα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Με το πηγαίο χιούμορ της, την αφοπλιστική απλότητα και το ξεχωριστό ταλέντο, κατάφερε να γράψει τη δική της ιστορία στη μεγάλη οθόνη, αφήνοντας πίσω της αμέτρητες αξέχαστες ερμηνείες.
Αποκαλούνταν «η ομορφότερη άσχημη» – ένας τίτλος που μετέτρεψε σε παράσημο με την αστείρευτη σκηνική της παρουσία.
Γεννημένη την Πρωτοχρονιά του 1897 στην Κυψέλη, η Γεωργία Βασιλειάδου καταγόταν από πολύτεκνη οικογένεια και βίωσε από νωρίς τη δυσκολία της απώλειας, χάνοντας τον πατέρα της σε μικρή ηλικία. Σε ηλικία μόλις 7 ετών, άφησε το σχολείο για να βοηθήσει τη μητέρα της στην ανατροφή των δέκα αδελφών της, ξεκινώντας να εργάζεται ως πωλήτρια στο κατάστημα του θείου της.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Γεωργία Αθανασίου. Υιοθέτησε το επίθετο «Βασιλειάδου» όταν αποφάσισε να ακολουθήσει τον δρόμο της υποκριτικής και του τραγουδιού.
Η ηθοποιός ήταν βαθιά θρησκευόμενη. Ο αδελφός της, Μάξιμος Αθανασίου, υπήρξε μοναχός στη Σκήτη της Αγίας Άννας στο Άγιο Όρος. Η ίδια διατηρούσε στενούς δεσμούς με τη Σκήτη, ενισχύοντάς την οικονομικά με συχνές αποστολές χρημάτων. Όσοι γνώριζαν τον αδελφό της, μιλούσαν για καταπληκτική ομοιότητα, τόσο εξωτερικά όσο και στο χιούμορ.
Πρωταγωνίστησε σε 48 ταινίες, χαρίζοντας στο ελληνικό κοινό αμέτρητες στιγμές γέλιου.
Είχε εξαιρετική φωνή, ωστόσο τραγούδησε μόνο μία φορά κινηματογραφικά.
Η συνεργασία της με τον Βασίλη Αυλωνίτη αποτέλεσε σταθμό, με 17 κοινές ταινίες.
Η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της ήταν «Η Θεία από το Σικάγο», με 142.459 εισιτήρια, κατακτώντας την κορυφή τη σεζόν 1957–1958.
Το όνομά της εμφανίστηκε για τελευταία φορά το 1977, στο ντοκιμαντέρ του Σπύρου Ζιάγκου «Ένα ένα τέσσερα».
Ακολουθεί μια σπάνια φωτογραφία της Γεωργίας Βασιλειάδου σε ηλικία 20 ετών, η οποία αποτυπώνει μια διαφορετική πλευρά της γυναίκας που μετέτρεψε τη μοναδικότητα σε σήμα κατατεθέν και το χιούμορ σε θεραπεία για τη μελαγχολία.
Η Γεωργία Βασιλειάδου έχει μείνει στην ιστορία της “χρυσής” εποχής του ελληνικού κινηματογράφου ως η “πιο όμορφη-άσχημη“.
Η ηθοποιός είχε μια δύσκολη ζωή, δούλεψε σκληρά για να μεγαλώσει τα αδέλφια της, χωρίς να τους λείψουν τα απαραίτητα, όταν οι γονείς της πέθαναν και ξεκίνησε την καριέρα της στα 42 της χρόνια, όταν την ανακάλυψε και της έδωσε την ευκαιρία να κάνει μεγάλη καριέρα ο Αλέκος Σακελλάριος.
Στα πρώτα της βήματα, όμως, δεν ένιωθε και πολύ άνετα με τα σχόλια για την εξωτερική της εμφάνιση, ειδικά όταν αυτά γίνονταν μπροστά της από αγενείς θεατές.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε τον Ιούνιο του 1972, η ηθοποιός αποκάλυψε ότι “δούλευα στην Σπηλιά του Παρασκευά. Καθώς έβγαινα στην πίστα, περνώντας από τα τραπέζια, κάποια επίτηδες φώναξε, για να την ακούσω, “πόσο άσχημη είναι η Βασιλειάδου!”. Το νόμισμα που της πλήρωσα ήταν πολύ ακριβό. Ανεβαίνοντας στην πίστα, πριν αρχίσω το νούμερό μου, είπα “τώρα που ερχόμουν στην πίστα, κάποια φώναξε για την ακούσω: “Πόσο άσκημη είναι η Βασιλειάδου”. Κυρία μου, της απάντησα, εγώ με την ασχήμια μου έγινα διάσημη. Εσάς ποιος σας ξέρει;”.