Advertisement
MEDIA

Πάλεψαν μέχρι το τέλος: 10 διάσημοι Έλληνες έχασαν την μάχη με τον καρκίνο

23:29
Γ. Κ.

Ο καρκίνος αποτελεί μία από τις πλέον συχνές και θανατηφόρες νόσους της εποχής μας, επηρεάζοντας «διάσημους και άσημους» χωρίς διακρίσεις σε φύλο, ηλικία ή κοινωνική τάξη. Μέσα από χαρακτηριστικά παραδείγματα γνωστών Ελλήνων, η πορεία της ασθένειας φωτίζει τόσο την ιατρική της διάσταση όσο και τις ανθρώπινες ιστορίες που τη συνοδεύουν.

Advertisement

Τι είναι ο καρκίνος σύμφωνα με τον «Άγιο Σάββα»

Σύμφωνα με τον «Άγιο Σάββα», ο καρκίνος προκύπτει από διαταραχές των γονιδίων που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, ρυθμίζουν την διαίρεση και τον προγραμματισμένο θάνατο των κυττάρων. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι ο ακριβής μηχανισμός με τον οποίο ένα φυσιολογικό κύτταρο μετασχηματίζεται σε καρκινικό δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως· σε πολλές περιπτώσεις, το κύτταρο διαθέτει γενετική προδιάθεση και αρκεί η έκθεση σε επιβαρυντικούς παράγοντες, όπως χημικές ουσίες ή ακτινοβολίες, για να γίνει η μετάβαση προς την κακοήθεια. Ορισμένες φορές, η έντονη και παρατεταμένη πίεση από τέτοιους παράγοντες οδηγεί πολλά κύτταρα ταυτόχρονα να χάσουν τον έλεγχο της αύξησής τους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλαπλών όγκων σε διαφορετικά σημεία του οργανισμού.

1. Θέμος Αναστασιάδης – Η μάχη με μια σπάνια μορφή καρκίνου

Advertisement

Ο Θέμος Αναστασιάδης υπήρξε μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φυσιογνωμίες της ελληνικής δημοσιογραφίας. Γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1958 στην Αθήνα και έγινε γνωστός ως συνιδρυτής και εκδότης της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα», ενώ οικογένεια και επαγγελματική ζωή συμβάδιζαν, καθώς ήταν παντρεμένος με τη δημοσιογράφο Βασιλική Παναγιωτοπούλου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Τον Σεπτέμβριο του 2017 οι γιατροί διέγνωσαν μια σπάνια και ιδιαίτερα επιθετική μορφή καρκίνου, γεγονός που τον οδήγησε αρχικά σε νοσηλεία στη Ζυρίχη και στη συνέχεια στις ΗΠΑ, στη κλινική Dana Farber της Βοστώνης, ένα από τα κορυφαία ογκολογικά κέντρα παγκοσμίως. Εκεί υποβλήθηκε σε εντατική και επιθετική θεραπεία, την οποία ο οργανισμός του άντεξε, επιτρέποντάς του να σταθεί όρθιος παρά τη σφοδρότητα των παρεμβάσεων. Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα ο καρκίνος επανεμφανίστηκε, και ο Αναστασιάδης συνέχισε τη μάχη στη Ζυρίχη, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα. Το τελευταίο πεντάμηνο η υγεία του επιδεινώθηκε σταθερά, ενώ ειδικά το τελευταίο δίμηνο η κατάσταση έγινε δραματικά δυσχερής. Πέθανε το 2019, σε ηλικία 61 ετών, έχοντας δώσει μια μακρά, αλλά τελικά άνιση μάχη με τον καρκίνο.

Advertisement

2. Ρίκα Βαγιάνη – Η δημοσιογραφία και η υποκριτική σε μια παράλληλη πορεία

Η Ρίκα Βαγιάνη (Μαρίκα Ζούλα) γεννήθηκε το 1962 στο Παγκράτι, κόρη του δημοσιογράφου Οδυσσέα Ζούλα και της Βαρβάρας Δράκου. Το επώνυμο «Βαγιάνη» προέκυψε από τα αρχικά της μητέρας της, Βαρβάρας, και του δεύτερου συζύγου της, Γιάννη Διακογιάννη, ο οποίος τη μεγάλωσε σαν κόρη του. Αποφοίτησε από την Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης του Εθνικού Θεάτρου το 1982 και από το 1979 άρχισε να εργάζεται ως ηθοποιός σε θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση, με συμμετοχές σε θιάσους όπως το Εθνικό και το Θεσσαλικό Θέατρο, αλλά και δημοφιλείς σειρές, όπως το «Μινόρε της Αυγής». Παράλληλα, κινήθηκε δυναμικά στη δημοσιογραφία, με συνεργασίες σε περιοδικά, εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση, χτίζοντας ένα προφίλ που συνδύαζε δημιουργικότητα και οξυδέρκεια. Η Ρίκα Βαγιάνη πέθανε το 2018, σε ηλικία 56 ετών, μετά από μάχη με τον καρκίνο· τις τελευταίες εβδομάδες νοσηλεύτηκε στην εντατική, δίνοντας τον αγώνα της με αξιοπρέπεια. Η είδηση του θανάτου της βύθισε σε θλίψη τον καλλιτεχνικό και δημοσιογραφικό χώρο, καθώς θεωρούνταν μία από τις πιο αγαπητές και οικείες παρουσίες της ελληνικής τηλεόρασης.

3. Αλέξανδρος Βέλιος – Η δημόσια συζήτηση για την ευθανασία

Advertisement

Ο Αλέξανδρος Βέλιος έφερε στο προσκήνιο μια διαφορετική πτυχή του καρκίνου, αυτή της προσωπικής επιλογής απέναντι στο τέλος της ζωής. Τον Σεπτέμβριο του 2015, οι γιατροί διέγνωσαν καρκινικό όγκο στο πάγκρεας σε προχωρημένο στάδιο. Τον Ιούνιο του 2016, σε τηλεοπτική εκπομπή, ο ίδιος αποκάλυψε δημόσια τη διάγνωση, αναφέροντας ότι οι γιατροί του έδιναν μόνο λίγους μήνες ζωής και ταυτόχρονα δήλωσε ότι έχει αποφασίσει να προχωρήσει σε ευθανασία, αμφισβητώντας την απαγόρευση της από την ελληνική νομοθεσία. Χαρακτηριστικά είχε πει: «Δεν είμαι υπέρ της ευθανασίας. Είμαι υπέρ του δικαιώματος να μπορεί κανείς να επιλέξει πώς και πότε θα πεθάνει». Στις δημόσιες δηλώσεις του ανέφερε την πρόθεσή του να ταξιδέψει στη Ζυρίχη της Ελβετίας για «υποβοηθούμενη αυτοκτονία». Τελικά, πέθανε στις 4 Σεπτεμβρίου 2016, στο σπίτι του στον Γέρακα, ενώ ο καρκίνος βρισκόταν σε τελικό στάδιο, επιλέγοντας τη λύση που ο ίδιος αποκάλεσε «μη υποβοηθούμενη ευθανασία», μέσω κατανάλωσης υπερβολικής δόσης ισχυρών φαρμάκων. Πριν από τον θάνατό του, συνέταξε δύο ιδιόχειρες επιστολές, τις οποίες ο ίδιος ανήρτησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η κηδεία του έγινε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016 στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών, ενώ η στάση του άνοιξε έναν ευρύτερο δημόσιο διάλογο για τα ηθικά και νομικά όρια της ευθανασίας.

Αν εσύ ή κάποιος δικός σου δυσκολεύεστε με σκέψεις αυτοκτονίας ή απελπισίας, είναι πολύ σημαντικό να ζητήσετε άμεση βοήθεια.
Στην Ελλάδα μπορείς να καλέσεις τη Γραμμή Παρέμβασης για την Αυτοκτονία 1018 (24/7) ή να απευθυνθείς σε κοντινό νοσοκομείο ή επαγγελματία ψυχικής υγείας.

4. Γιώργος Βασιλείου – Η δημόσια προτροπή κατά του καπνίσματος

Ο ηθοποιός Γιώργος Βασιλείου υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό, τόσο από τη θεατρική του παρουσία όσο και από τις τηλεοπτικές του ερμηνείες. Το 2016, ο θάνατός του σκόρπισε θλίψη στην οικογένειά του και στον καλλιτεχνικό χώρο. Τα τελευταία χρόνια ο Βασιλείου αντιμετώπισε σοβαρή μάχη με τον καρκίνο, την οποία έδωσε αρχικά στο νοσοκομείο και στη συνέχεια στο σπίτι του, σε συνθήκες που ο ίδιος χαρακτήριζε «άνισες». Μίλησε ανοιχτά για την ασθένειά του, αποδίδοντας την εμφάνισή της στο έντονο κάπνισμα: είχε δηλώσει ότι κάπνιζε «δύο πακέτα την μέρα» και γι’ αυτό επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία το μήνυμα: «Αυτό που έπαθα, το έπαθα από το τσιγάρο… “Κόψτε το τσιγάρο!”». Η στάση του λειτούργησε ως προειδοποίηση και παρότρυνση προς το κοινό να αντιμετωπίζει το κάπνισμα ως έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για κακοήθειες.

Advertisement

5. Αλίκη Βουγιουκλάκη – Η «εθνική σταρ» και η μάχη με τον χρόνο

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ίσως η πιο εμβληματική μορφή του ελληνικού κινηματογράφου, πέθανε στις 23 Ιουλίου 1996 σε ηλικία 62 ετών, «νικημένη από τον καρκίνο». Ο προσωπικός της γιατρός, Σωτήρης Αδαμίδης, έχει περιγράψει τις τελευταίες ώρες της, υπογραμμίζοντας ότι μια πιο έγκαιρη διάγνωση θα μπορούσε πιθανώς να αλλάξει την πορεία της νόσου. Ο ίδιος είχε αναφέρει: «Πιστεύω ότι αν είχε πιο νωρίς εντοπιστεί το πρόβλημα της θα μπορούσε να ήταν διαφορετική η πορεία… Αυτό ισχύει βεβαίως για κάθε διάγνωση που γίνεται έγκαιρα και νωρίς στην πορεία μιας σοβαρής νόσου όπως της Αλίκης». Ταυτόχρονα, τόνισε ότι δεν διαθέτει στοιχεία για να συνδέσει άμεσα τον καρκίνο με πρακτικές αισθητικής ή εμφάνισης, σημειώνοντας πως είναι υπέρ του να φροντίζουν όλες οι γυναίκες την εμφάνισή τους «με ασφαλή τρόπο». Περιγράφει τη Βουγιουκλάκη ως «αξιοπρεπή και υπέροχη», πάντα περιποιημένη, ακόμη και στη σουίτα του Ιατρικού Κέντρου, «μέσα στην δυσκολία και τον πόνο», με «ευγενικό και εφηβικό πάντα χαμόγελο…». Ο θάνατός της συγκλόνισε το πανελλήνιο, ενώ η δημόσια εικόνα της παρέμεινε ζωντανή στη συλλογική μνήμη.

6. Τζένη Καρέζη – Από τη σκηνή στον αγώνα της ζωής

Η Τζένη Καρέζη, μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, ήρθε αντιμέτωπη με τον καρκίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Την περίοδο 1988–1989 πρωταγωνιστούσε στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ. Τον Μάρτιο του 1989 η παράσταση διακόπηκε, καθώς ταξίδεψε στο Λονδίνο για εξετάσεις, όπου οι γιατροί διέγνωσαν γυναικολογικό καρκίνο. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να εργάζεται και ανέβασε τη θεατρική παράσταση «Διαμάντια και Μπλουζ» την περίοδο 1990–1991. Στη συνέχεια η υγεία της επιδεινώθηκε σταδιακά και οι τελευταίες μέρες της ζωής της χαρακτηρίστηκαν από έντονη επιβάρυνση. Απεβίωσε στις 26 Ιουλίου 1992, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, έπειτα από τριετή προσπάθεια αντιμετώπισης της νόσου. Η σορός της τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ η κηδεία της στις 29 Ιουλίου, στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αθηνών, πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη, με πλήθος συναδέλφων και απλού κόσμου να δίνει το «παρών». Λίγο πριν τον θάνατό της, η Καρέζη συνέγραψε την αυτοβιογραφία της «Τετράδια Ζωής», που εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα. Τον Σεπτέμβριο του 1992 ιδρύθηκε το «Ίδρυμα Τζένη Καρέζη», μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με στόχο την ανακουφιστική φροντίδα καρκινοπαθών και ασθενών με χρόνιες νόσους, με ιδρυτικά μέλη σημαντικές προσωπικότητες του πολιτισμού, όπως ο Κώστας Καζάκος, η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Νίκος Κούρκουλος, η Νόνικα Γαληνέα και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος.

7. Έλενα Ναθαναήλ – Από το σινεμά στην ήρεμη ζωή στην Εύβοια

Η Έλενα Ναθαναήλ καταγόταν από εύπορη οικογένεια και έφερε ως επώνυμο το μητρώνυμό της «Ναθαναήλ». Το πλήρες ονοματεπώνυμό της ήταν Ελένη Ναθαναήλ Δεληβασίλη. Σε συνέντευξή της το 2004 ανέφερε ότι η οικογένεια του πατέρα της κατάγεται από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη και εμφανίστηκε πρώτη φορά στον κινηματογράφο στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Κάτι να καίει» (1964), σε ηλικία μόλις 16 ετών. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, όμως το 1973 απέκτησε μία κόρη, την Ίνκα, με τον επιχειρηματία Γιώργο Τσαγκάρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ζούσε στην Εύβοια μαζί με τον επί 29 χρόνια σύντροφό της, τον βετεράνο ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Τάσο Μητρόπουλο, και δήλωνε ότι εργάζεται ως αγρότισσα, ασχολούμενη με την παραγωγή κρασιού. Έπασχε από καρκίνο του πνεύμονα και πέθανε στις 4 Μαρτίου 2008. Η κηδεία της έγινε την επόμενη ημέρα, στο νεκροταφείο Νέας Φιλαδέλφειας, στον Κόκκινο Μύλο, παρουσία ανθρώπων που εκτιμούσαν την πολύπλευρη διαδρομή της.

8. Μελίνα Μερκούρη – Η «γυναίκα–φλόγα» και ο καρκίνος ως τελευταίο κεφάλαιο

Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες του 20ού αιώνα, με πολυσχιδή παρουσία ως ηθοποιός, αγωνίστρια της Δημοκρατίας και Υπουργός Πολιτισμού. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 1920 σε οικογένεια με ισχυρή πολιτική παράδοση: αγαπημένη εγγονή του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη, κόρη του πολιτικού Σταμάτη Μερκούρη και της Ειρήνης Λάππα. Από παιδί έδειξε έντονη καλλιτεχνική και εξωστρεφή προσωπικότητα, ενώ σε νεαρή ηλικία στράφηκε στο θέατρο, σπουδάζοντας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πρωταγωνίστησε σε σημαντικά θεατρικά έργα, όπως το «Λεωφορείον ο Πόθος», και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ ο διεθνής κινηματογράφος την γνώρισε μέσα από ταινίες όπως η «Στέλλα», το «Ποτέ την Κυριακή», η «Φαίδρα» και το «Topkapi».

Ως πολιτικό πρόσωπο, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον αντιδικτατορικό αγώνα, στάθηκε απέναντι στη χούντα των συνταγματαρχών και αναδείχθηκε σε σύμβολο αντίστασης, χάνοντας ακόμη και την ελληνική της ιθαγένεια λόγω της δράσης της. Μετά τη Μεταπολίτευση εξελέγη βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ και ανέλαβε Υπουργός Πολιτισμού, προωθώντας μια σειρά από πολιτικές που ανέδειξαν την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας: τη θεσμοθέτηση των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης (με πρώτη την Αθήνα το 1985), την ιδέα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα, την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας και την ενίσχυση της πρόσβασης των πολιτών στον πολιτισμό. Πίστευε ακράδαντα ότι «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας» και συχνά έλεγε για τα Μάρμαρα: «Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας… Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας».

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Μερκούρη βρέθηκε αντιμέτωπη με σοβαρή ασθένεια, καθώς ο καρκίνος προσέβαλε την υγεία της. Παρέμεινε ενεργή πολιτικά και πολιτιστικά όσο της το επέτρεπαν οι δυνάμεις της, συνεχίζοντας να υποστηρίζει τα οράματά της για την Ελλάδα. Πέθανε στις 6 Μαρτίου 1994, στο νοσοκομείο «Memorial» της Νέας Υόρκης, και κηδεύτηκε στις 10 Μαρτίου με τιμές Πρωθυπουργού, σε μια πάνδημη τελετή. Η διεθνής προβολή της, οι τιμητικές διακρίσεις, οι συνεντεύξεις και τα αφιερώματα από οργανισμούς όπως η UNESCO την καθιέρωσαν ως εμβληματική προσωπικότητα, που εξακολουθεί να επηρεάζει τις συζητήσεις για τον πολιτισμό και την ταυτότητα της χώρας.

9. Νίκος Παπάζογλου – Ο τραγουδοποιός που έδωσε τον τόνο μιας εποχής

Ο Νίκος Παπάζογλου συγκαταλέγεται στους πιο αγαπημένους τραγουδοποιούς και ερμηνευτές της ελληνικής μουσικής σκηνής. Πέθανε το 2011, σε ηλικία 63 ετών, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο, έχοντας υποβληθεί σε χημειοθεραπείες το τελευταίο διάστημα. Κατέληξε στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, την πόλη με την οποία είχε ταυτιστεί σε μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής του δράσης. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει τραγούδια που άφησαν ισχυρό αποτύπωμα στην ελληνική δισκογραφία, όπως ο «Αύγουστος», ο «Υδροχόος», το «Λεμόνι στην πορτοκαλιά», το «Χαράτσι», αλλά και δημιουργίες όπως «Καρυάτιδα», «Στάλα–στάλα», «Με το τραγούδι», «Ευχή», «Χθες βράδυ», «Πέρασα έτσι», «Χτυπάει τηλέφωνο». Παράλληλα, συμμετείχε σε εμβληματικούς δίσκους όπως η «Ρεζέρβα» και το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» του Διονύση Σαββόπουλου, το «Πότε Βούδας πότε Κούδας» του Μανώλη Ρασούλη, καθώς και το «Σείριο υπάρχουνε παιδιά» του Μάνου Χατζιδάκι.

Ως παραγωγός και δημιουργός, ηχογράφησε τις δουλειές του στο «ΑΓΡΟΤΙΚΟΝ» με την ετικέτα «Στρόγγυλοι Δίσκοι», προωθώντας μια ανεξάρτητη προσέγγιση στην παραγωγή. Οι προσωπικοί του δίσκοι, όπως το «Μέσω νεφών» (1986), τα «Σύνεργα» (1991) και η «Επιτόπιος Ηχογράφηση» από το Θέατρο Λυκαβηττού, διαμόρφωσαν ένα ιδιαίτερο ύφος, που συνδύαζε λαϊκά, ροκ και παραδοσιακά στοιχεία. Παράλληλα, συνεργάστηκε στενά με καλλιτέχνες όπως ο Μανώλης Λιδάκης, η Γλυκερία, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, η Λιζέτα Καλημέρη, αλλά και με τη Χορωδία Αιγαίου. Στήριξε νέες φωνές, όπως τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Ορφέα Περίδη, τη Μελίνα Κανά και άλλους, λειτουργώντας ως γέφυρα για την ανάδειξη νέων δημιουργών. Γνωστός για τη σεμνότητά του, απέφευγε τη δημοσιότητα και τις συνεντεύξεις χωρίς ουσιαστικό λόγο, επιμένοντας να αφήνει το έργο του να μιλάει.

10. Ρίτα Σακελλαρίου – Η φωνή που συνέχισε να τραγουδά παρά τον καρκίνο

Η Ρίτα Σακελλαρίου, μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές του λαϊκού τραγουδιού, ήρθε αντιμέτωπη με τον καρκίνο του πνεύμονα το 1998, όταν ένας πόνος στην πλάτη και ένα επεισόδιο αιμόπτυσης την οδήγησαν σε εξετάσεις. Οι γιατροί διέγνωσαν τη νόσο και ξεκίνησαν άμεσα χημειοθεραπείες· η ίδια έχασε τα μαλλιά της, φόρεσε περούκα και συνέχισε να εργάζεται, δείχνοντας αποφασισμένη να μην αφήσει την ασθένεια να καθορίσει πλήρως την καθημερινότητά της. Παρά την επιβαρυμένη υγεία της, πραγματοποίησε περιοδεία στην Αυστραλία, όπου –όπως περιγράφει ο στενός της συνεργάτης και φίλος Λάκης Κορρές– το κοινό κατέκλυσε τους χώρους των συναυλιών. Επέστρεψε στην Ελλάδα και εισήχθη στο νοσοκομείο Υγεία, όπου νοσηλεύτηκε επανειλημμένα, με μικρές μόνο εξόδους ολίγων ημερών. Τα τελευταία εικοσιτετράωρα δέχθηκε φίλους και ανθρώπους της καρδιάς της, ενώ, όπως αφηγούνται όσοι ήταν κοντά της, αντιμετώπισε το τέλος με ψυχραιμία και χιούμορ, λέγοντας λίγο πριν φύγει: «Αχ, Λάκη, κι είχα τόσα ακόμη να κάνω!».

Ο Λάκης Κορρές έχει περιγράψει αναλυτικά τη γνωριμία και τη συνεργασία τους, σημειώνοντας ότι από το 1977 μέχρι τον θάνατό της δεν έμειναν ποτέ χωριστά, ενώ εκείνος είχε αναλάβει «όλες τις δουλειές», διαχείριση οικονομικών, σχημάτων και εμφανίσεων. Παρά τον καρκίνο, η Σακελλαρίου αποφάσισε να ανέβει στη σκηνή για ακόμη μία φορά στην Αυστραλία, με τον κόσμο να την υποδέχεται θερμά. Στην πέμπτη συναυλία η φωνή της επιβαρύνθηκε, και μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα η υγεία της δεν επέτρεψε νέα έξοδο από το νοσοκομείο. Ο καρκίνος επεκτάθηκε μέχρι τις φωνητικές της χορδές, αλλά η εικόνα της ως «αηδόνι» που τραγουδά μέχρι σχεδόν το τέλος έμεινε έντονα χαραγμένη στη μνήμη όσων την είδαν. Η Ρίτα Σακελλαρίου πέθανε στις 6 Αυγούστου 1999, σε ηλικία 65 ετών, και τάφηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πλήθους κόσμου που θέλησε να την αποχαιρετήσει.

TAGS:
Advertisement