Οι κανόνες που διέπουν την εξέλιξη μιας κατάθεσης σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό μετά τον θάνατο ενός δικαιούχου συχνά δημιουργούν απορίες, καθώς η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει διακριτές εκδοχές. Το νομικό πλαίσιο καθορίζει με σαφήνεια το ποιος αποκτά τον έλεγχο της κατάθεσης και υπό ποιες προϋποθέσεις.
Οι τράπεζες εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, το οποίο επιτρέπει στους συνδικαιούχους να επιλέξουν αν η κατάθεση θα μεταβιβαστεί αυτοδικαίως ή όχι μετά τον θάνατο ενός εξ αυτών. Χωρίς ειδικό όρο, ο επιζών δικαιούχος διατηρεί το δικαίωμα να αναλάβει ολόκληρο το ποσό, ενώ οι κληρονόμοι μπορούν να αξιώσουν από τον ίδιο μόνο το τμήμα που συνδέεται με τις εσωτερικές οικονομικές συμφωνίες των καταθετών. Με αυτό τον τρόπο, το τραπεζικό ίδρυμα τηρεί μια αυστηρά ουδέτερη στάση και δεν εμπλέκεται στις μεταξύ τους διεκδικήσεις.
Όταν οι καταθέτες έχουν συμφωνήσει να ενσωματώσουν τον όρο του άρθρου 2 ν. 5638/1932, η κατάσταση αλλάζει ριζικά, διότι η κατάθεση «περνά αυτοδικαίως» στους επιζώντες. Οι κληρονόμοι δεν διαθέτουν κανένα δικαίωμα επί του ποσού, ανεξάρτητα από το αν ο θανών συμμετείχε στη δημιουργία της κατάθεσης. Οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όπως η «ΑΠ 381/2018», επιβεβαιώνουν ότι η τράπεζα αρνείται οποιαδήποτε πληρωμή προς κληρονόμους όταν υπάρχει ο συγκεκριμένος όρος. Μόνο ο επιζών δικαιούχος πραγματοποιεί ανάληψη, είτε ολική είτε μερική, ενώ τυχόν οικονομικές απαιτήσεις των κληρονόμων στρέφονται αποκλειστικά εναντίον του.
Η ισχύουσα πρακτική προσφέρει ισχυρή προστασία στους επιζώντες συνδικαιούχους, δημιουργώντας ένα πλαίσιο όπου οι κληρονόμοι του θανόντος διαθέτουν περιορισμένα ή και μηδενικά δικαιώματα. Η έκταση των αξιώσεών τους εξαρτάται πλήρως από το αν υπάρχει ειδικός όρος και από το περιεχόμενο των εσωτερικών συμφωνιών των καταθετών. Έτσι, η ύπαρξη ή η απουσία του όρου καθορίζει το κατά πόσο οι κληρονόμοι μπορούν να διεκδικήσουν μέρος της κατάθεσης, χωρίς η τράπεζα να παρεμβαίνει στην επίλυση των διαφορών τους.