Τα γάγγλια είναι η πιο συχνή μορφή καλοήθους ογκιδίου στον καρπό και το χέρι.
Πρόκειται για κύστεις που περιέχουν υγρό και εμφανίζονται δίπλα στις αρθρώσεις ή στους τένοντες.
Οι κύστεις αυτές, μπορεί να ποικίλουν σε μέγεθος και τις περισσότερες φορές είναι ανώδυνες.
Επαναλαμβανόμενη χρήση του καρπού: Δραστηριότητες όπως το γράψιμο, η πληκτρολόγηση ή ένα άθλημα μπορεί να ασκήσουν πίεση στην άρθρωση.
Προηγούμενοι τραυματισμοί: Ένα χτύπημα ή διάστρεμμα στον καρπό μπορεί να προκαλέσει το σχηματισμό της κύστης.
Αρθρίτιδα: Σε ορισμένες περιπτώσεις, η οστεοαρθρίτιδα μπορεί να συνδέεται με την εμφάνιση γαγγλίων.
Γενετικοί παράγοντες: Μερικοί άνθρωποι έχουν κληρονομική προδιάθεση να αναπτύξουν αυτές τις κύστεις.
Δεν έχει εξακριβωθεί τι ακριβώς πυροδοτεί την έναρξη του σχηματισμού ενός γαγγλίου κι έτσι η αιτία αυτών των κύστεων παραμένει μέχρι και σήμερα άγνωστη αλλά συνήθως ενοχοποιούνται χρόνιες φλεγμονές και ερεθισμοί των αρθρώσεων ή των τενόντων. Μερικές φορές όμως οφείλονται σε υπέρχρηση των αρθρώσεων, που οδηγεί σε αύξηση της ενδαρθρικής πίεσης, γι’ αυτό και το μέγεθος τους μπορεί να αυξομειώνεται, ανάλογα με το πόσο «κουρασμένο» είναι το χέρι.
Η κύστη, όπως είπαμε, μπορεί να αλλάξει σε μέγεθος με την πάροδο του χρόνου ή ακόμη και να εξαφανιστεί εντελώς, ακόμη και χωρίς κάποιου είδους θεραπεία. Κάποιες φορές η κύστη μπορεί είναι μαλακή και άλλες σκληρή. Σε σπάνιες περιπτώσεις, κυρίως όταν πιέζεται το μέσο ή το ωλένιο νεύρο, τα γάγγλια μπορεί να γίνουν επώδυνα και προκαλέσουν μούδιασμα ή αδυναμία στα δάκτυλα.
Αντιμετώπιση γαγγλίου:
Η θεραπεία του γαγγλίου βασίζεται, κυρίως, στα συμπτώματα. Εάν ο χειρουργός πιστεύει ότι η διόγκωση στο χέρι ή τον καρπό είναι μια απλή κύστη, μπορεί να προτείνει απλή παρακολούθηση.
Εάν η κύστη γίνει επώδυνη, μεγαλώσει απότομα και αρκετά ή περιορίζει την κίνηση της άρθρωσης του καρπού και τις συνήθεις δραστηριότητες, τότε απαιτείται ειδική αντιμετώπιση.
2. Αντιφλεγμονώδη φάρμακα: Βοηθούν στη μείωση του πόνου κατά τη διάρκεια των καθημερινών δραστηριοτήτων. Μπορούν να χορηγηθούν παράλληλα με τη χρήση νάρθηκα.
3. Αναρρόφηση με βελόνα και έγχυση κορτιζόνης: Γίνεται απομάκρυνση του υγρού από την κύστη και με την κορτιζόνη μειώνεται η παραγωγή αρθρικού υγρού.
Ωστόσο, οι παραπάνω μέθοδοι παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό υποτροπών. Για το λόγο αυτό, συστήνεται η χειρουργική θεραπεία, στις περισσότερες συμπτωματικές περιπτώσεις.
Η παραδοσιακή χειρουργική επέμβαση περιλαμβάνει την αφαίρεση της κύστης μαζί με ένα μικρό τμήμα της κάψας της άρθρωσης ή του ελύτρου του τένοντα. Το ποσοστό υποτροπής είναι πολύ μικρό, όταν η επέμβαση εκτελείται από χειρουργό χεριού με εμπειρία στην αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων.
Η μη προσεκτική αφαίρεση της ρίζας του γαγγλίου είναι η κύρια αιτία υποτροπής και παρατηρείται συχνά όταν οι επεμβάσεις αυτές γίνονται από χειρουργό που δεν έχει εκπαίδευση στη χειρουργική χεριού.
Η αρθροσκοπική εκτομή των ραχιαίων γαγγλίων του καρπού πλεονεκτεί έναντι της ανοικτής εκτομής. Έχει καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα, μικρότερη μετεγχειρητική ουλή και ταχύτερη αποθεραπεία.
Τα ποσοστά υποτροπής είναι χαμηλά και συγκρίσιμα με αυτά της ανοικτής μεθόδου. Επίσης, παρέχει τη δυνατότητα εκτίμησης του σκαφομηνοειδούς συνδέσμου που πολλές φορές συμμετέχει στη δημιουργία των ραχιαίων γαγγλίων.