Ένα κείμενο-ανάσα για μια γενιά που έμαθε τη ζωή αλλιώς· με σκόνη στα γόνατα, ήλιο στο πρόσωπο και χρόνο να κυλά αργά. Για όσους μεγάλωσαν πριν η παιδικότητα γίνει ψηφιακή και πριν η ελευθερία μπει σε πρόγραμμα.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε…» και όμως τα καταφέραμε. Περιμέναμε δύο ώρες μετά το φαγητό για να μπούμε στη θάλασσα, κοιμόμασταν μεσημέρι γιατί «έτσι πρέπει» και τις Κυριακές μέναμε νηστικοί για να κοινωνήσουμε. Μαθαίναμε από μικροί την υπομονή, εκείνη τη σιωπηλή αρετή που σήμερα μοιάζει ξεχασμένη. Οι πόνοι περνούσαν μόνοι τους, όπως περνούσαν και οι φόβοι, χωρίς οδηγίες χρήσης.
Ταξιδεύαμε στριμωγμένοι σε ένα μικρό αυτοκίνητο, χωρίς ζώνες, χωρίς αερόσακους, για ώρες ατελείωτες. Κανείς δεν παραπονιόταν. Τα φάρμακα δεν είχαν καπάκια ασφαλείας, τα ποδήλατα δεν είχαν κράνη και οι πτώσεις ήταν μέρος του παιχνιδιού. Σηκωνόμασταν, σκουπίζαμε τα γόνατα και συνεχίζαμε.
Οι παιδικές χαρές ήταν από σίδερο και τσιμέντο, οι κούνιες έτριζαν και οι τσουλήθρες έκαιγαν από τον ήλιο. Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα», κατρακυλούσαμε αυτοσχέδια καροτσάκια σε κατηφόρες χωρίς φρένα και τρέχαμε μέχρι να ανάψουν τα φώτα. Αν άνοιγε κεφάλι ή έσπαγε χέρι, λίγος ιώδιος, ένα τσιρότο και όλα καλά. Δεν υπήρχαν δικαιολογίες.
Δεν υπήρχαν κονσόλες, ίντερνετ ή ειδοποιήσεις. Υπήρχαν φίλοι. Χτυπούσαμε κουδούνια, φωνάζαμε από κάτω «βγαίνεις;» και παίζαμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα. Κανείς δεν ήξερε πού είμαστε όλη μέρα και κανείς δεν ανησυχούσε υπερβολικά.
Το καλοκαίρι κρατούσε τρεις ολόκληρους μήνες. Θάλασσα από το πρωί ως το βράδυ, νερό από τη βρύση, κάστρα στην άμμο και ψάρεμα με μια πετονιά. Χωρίς προγράμματα, χωρίς δραστηριότητες, μόνο ελευθερία. Ο χρόνος απλωνόταν σαν τον ήλιο πάνω στην άσφαλτο.
Φλερτάραμε στις γειτονιές, όχι σε οθόνες. Μαθαίναμε να χάνουμε, να πέφτουμε και να σηκωνόμαστε μόνοι μας. Και μέσα από όλα αυτά, γίναμε άνθρωποι.
«Αν είσαι από τους παλιούς… συγχαρητήρια. Είχες την τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί.»