Ήταν Ιούλιος του 2005, όταν τον είδα για πρώτη φορά. Έχετε ακούσει ποτέ για κεραυνοβόλο έρωτα; Ε, αυτό ακριβώς έπαθα κι εγώ όταν άνοιξε την πόρτα του γραφείου του και μπήκα μέσα.
Είχα πάει για μια δουλειά που με έστειλε η αφεντικίνα μου. Δεν θυμάμαι τι έγινε εκείνο το απόγευμα, τι μου είπε ή τι του είπα. Θυμάμαι όμως πεντακάθαρα ότι αναρωτήθηκα, “Τι γίνεται εδώ; Γιατί τρέμουν τα χέρια μου όταν με κοιτάει;”
Πήγα ακόμη δύο φορές για κάποια έγγραφα και μετά ήρθε η μέρα που ήξερα ότι δεν θα τον ξαναδώ. Ήμουν ήδη ερωτευμένη… άυπνες νύχτες, πεταλούδες στο στομάχι, ταχυκαρδία κάθε φορά που τον σκεφτόμουν, και έχανα τα λόγια μου όταν τον αντίκριζα. Είχα σταματήσει ακόμα και να τρώω! Έμαθα πως ήταν χωρισμένος, με έναν γιο.
Μόλις ολοκληρώσαμε τη δουλειά στο γραφείο του, με οδήγησε στην εξώπορτα για να φύγω. Και τότε τα έπαιξα όλα για όλα. Με μια ανάσα του είπα: “Μου αρέσεις και θέλω να σε ξαναδώ”. Έμεινε να με κοιτάζει παγωμένος για λίγο, μετά χαμογέλασε και μου άνοιξε την πόρτα. “Καλή σου μέρα!” μου είπε, απλά.
Πίστευα ότι είχε τελειώσει εκεί. Ένιωθα να καταρρέω από την ντροπή και την απόρριψη. Έκλαιγα για μέρες, δεν μπορούσα να καταλάβω τι με έπιασε και είπα τέτοια πράγματα. Τι ακριβώς περίμενα; Ότι θα έκανε κωλοτούμπες από χαρά;
Μία εβδομάδα αργότερα, αποφάσισα να βγάλω βόλτα τον σκύλο μου. Ήταν όμορφη μέρα, ήθελα να περπατήσω. Μετά από λίγο περπάτημα, γύρισα το κεφάλι και τον είδα μπροστά μου! Πάγωσα στη θέση μου, αλλά εκείνος μου χαμογέλασε και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. “Κι εγώ ήθελα να σε ξαναδώ,” μου είπε, και δεν πίστευα στα αυτιά μου. Με φίλησε εκεί, στο πεζοδρόμιο, με τα αυτοκίνητα να περνούν και τον κίνδυνο να μας δει ο οποιοσδήποτε. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν με ένοιαζε. Ήμουν 25 και εκείνος 52.
Τα επόμενα πέντε χρόνια ήταν γεμάτα έρωτα και πάθος
Ζήσαμε τον έρωτά μας με απίστευτη χημεία. Ήμασταν διακριτικοί, όμως, γιατί ήξερα ότι δεν θα το δεχόταν η οικογένειά μου. Τι θα έλεγα στους γονείς μου; “Μπαμπά, να σου γνωρίσω τον γαμπρό, είναι πέντε χρόνια μεγαλύτερος από σένα!”. Παρά τα πάντα, τον ήθελα απελπισμένα. Ήμουν ερωτευμένη. Είχαμε αποφασίσει να μείνουμε μαζί, όταν του έγινε μια πρόταση για δουλειά στο εξωτερικό. Πρώτη εγώ τον πίεσα να δεχτεί, παρόλο που μέσα μου πονούσα.
Αν και δεν ήθελε να φύγει χωρίς εμένα, δεν μπορούσα να τον ακολουθήσω. Έτσι, συμφωνήσαμε ότι θα φύγει πρώτα και μετά θα πήγαινα κι εγώ. Μου ζήτησε να τον παντρευτώ και να φύγουμε μαζί. Το σχέδιο ήταν να συναντηθούμε στο Παγκράτι, στις 8 το πρωί. Θα ερχόταν με τον γιο του να με πάρει μαζί με τις βαλίτσες μου, και θα φεύγαμε για πάντα.
Εκείνη η κρύα μέρα δεν ξέχασα ποτέ
Έφτασα νωρίς, πήρα καφέ και κάθισα να τον περιμένω. Δεν ήρθε ποτέ. Αντ’ αυτού, μου έστειλε ένα μήνυμα: “Συγγνώμη, λάθος. Ξέχασέ με.” Αυτό ήταν.
Δεν τον ξαναείδα ποτέ. Δεν έμαθα ποτέ νέα του, δεν ξέρω πού ζει ή αν ζει. Δεν ξαναερωτεύτηκα ποτέ.
Δεν κοίταξα ποτέ τη διαφορά ηλικίας μας. Για μένα, ήταν ο άντρας που αγαπούσα, και δεν με ενδιέφεραν οι ρυτίδες του. Εκείνος γελούσε με το ότι τα χρόνια περνούσαν, ενώ εγώ μεγάλωνα. Όταν αρρώστησε, τον φρόντισα, και μου είπε πως ήμουν ό,τι πολυτιμότερο είχε στη ζωή του μετά τον γιο του.
Αν όλα είχαν γίνει αλλιώς, θα είχαμε το “χαρούμενο τέλος” που ονειρευόμασταν. Όμως, αυτό ήταν μόνο το τέλος… τέλος της ιστορίας.
Η ιστορία έχει δημοσιευθεί στην ομάδα στο Facebook, Thank you next