Advertisement
ΕΛΛΑΔΑ

Αιματοβαμμένη παραγγελιά: Το μακελειό στη «Νεράιδα» με τους 3 νεκρούς και τους 10 τραυματίες που έγινε ταινία

18:40
Χριστίνα Προφαντή

Ο Νίκος Κοεμτζής ήταν ο άνθρωπος που σκόρπισε τον θάνατο στην πίστα του νυχτερινού κέντρου “Νεράιδα”, καθώς αστυνομικοί αδιαφόρησαν για την παρουσία του και χόρεψαν το ζεϊμπέκικο που ο ίδιος είχε κάνει παραγγελιά.

 

Advertisement

Ήταν 25 Φεβρουαρίου του 1973. Μια βραδιά στο νυχτερινό κέντρο “Νεράιδα” έμελλε να έχει τραγικό τέλος, που ακόμα και σήμερα, 45 χρόνια αργότερα προκαλεί θλίψη στη θύμησή του. Εκεί, διαδραματίζεται ένα πρωτοφανές γεγονός στα αστυνομικά χρονικά.

 

Advertisement

Advertisement

 

Νίκος Κοεμτζής: Αιματοκυλά την πίστα και καρφώνει όποιον βρίσκει στο δρόμο του για την έξοδο

 

“Παραγγελιά ρε!” ορμώντας με ασύγκριτο μαίνος εναντίον τους. Επικρατεί ένας πανικός άνευ προηγουμένου. Ο Κοεμτζής αιματοκυλά την πίστα, οι θαμώνες τρέχουν πανικόβλητοι για να γλυτώσουν από τη μανία του. Εκείνος, όμως, βρίσκεται σε τέτοιο παροξυσμό που συνεχίζει να καρφώνει όποιον βρίσκει στον δρόμο του για την έξοδο. Καταφέρνει να διαφύγει αφήνοντας πίσω του τρεις νεκρούς και δέκα τραυματίες. Ανάμεσα στα θύματα είναι κι αστυνομικοί. Το έγκλημα γίνεται ενώ ήταν χούντα και οι ένστολοι ήταν συνώνυμο της απόλυτης εξουσίας. Κάποιοι είπαν ότι οι αστυνομικοί αδιαφόρησαν για την παρουσία του Κοεμτζή και της παρέας του και ήταν εκείνοι οι οποίοι πυροδότησαν την οργή του. Ο ίδιος, στο παρελθόν, είχε βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο των αρχών, εξαιτίας του αριστερού παρελθόντος του πατέρα του.

Advertisement

 

Νίκος Κοεμτζής: Μετέτρεψε σε σφαγείο το αποκριάτικο γλέντι των Αθηναίων

 

 

Advertisement

“Γιατί κάθε τόσο με τραβάγανε στην Ασφάλεια. Με ρίχνανε σε ένα δωμάτιο, πετούσανε νερό μέσα και με είχανε τρεις – τέσσερις ημέρες νηστικό, χωρίς να έχω κάνει τίποτα. Τώρα σκοτώνουμε και δε δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν, μου έλεγαν.”

 

 

Νίκος Κοεμτζής: Η ιστορία εκείνης της νύχτας έγινε τραγούδι, ταινία και ντοκιμαντέρ

 

Το 1979, ο Διονύσης Σαββόπουλος, στο δίσκο του δίσκο Ρεζέρβα, συμπεριλαμβάνει ένα τραγούδι με τίτλο Το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο”. Ένα χρόνο αργότερα, το 1980, ο Παύλος Τάσσιος, εμπνέεται από το τραγούδι και σκηνοθετεί την ταινία “Παραγγελιά”, με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό Αντώνη Αντωνίου, που είναι βασισμένη στο επεισόδιο. Στην ταινία, η Κατερίνα Γώγου (πρώην σύζυγός του Παύλου Τάσιου) απαγγέλλει στίχους από τα ποιήματά της. Η μουσική είναι του Κυριάκου Σφέτσα.

 

Ήταν 3 Οκτωβρίου του 1993 όταν η αναρχική ποιήτρια, Κατερίνα Γώγου βρέθηκε νεκρή στο παλιό διαμέρισμα της μητέρας της, όπου είχε αποσυρθεί. Η αιτία του θανάτου της ήταν ένα «κοκτέιλ» χαπιών και αλκοόλ…«Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας. Οι φίλοι μου (…) Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου, γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή. Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα γιατί τους ρημάξτε το κόκκινο. Γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα, γιατί η δική σας, μόνο για γλείψιμο κάνει»…. έγραφε σε κάποιο ποίημά της, η γυναίκα που η ποιητική της συλλογή πούλησε όσο και του Ελύτη…Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Τρία κλικ αριστερά» πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα, αριθμός που, όπως λένε οι εκδότες, ήταν σπάνιος για ποιητικές συλλογές και μόνο ο Ελύτης και ο Ρίτσος τον έφταναν. Το βιβλίο μάλιστα μεταφράστηκε και στα αγγλικά και κυκλοφόρησε το 1983 στην Αμερική.

 

 

Οι επίμαχες σκηνές της ταινίας “Παραγγελιά”, δεν απεικονίζουν πιστά τα γεγονότα. Το επίμαχο τραγούδι “Τη ζούλα μου ανεκάλυψα”, στην ταινία αντικαταστάθηκε από το “Αντιλαλούν οι φυλακές”, σε ερμηνεία Γιώργου Καμπουρίδη. Οι αστυνομικοί, δε, εμφανίζονται να ανεβαίνουν προκλητικά κι αργότερα στην άδεια πίστα, μετά τον Δημοσθένη Κοεμτζή (Αντώνη Καφετζόπουλο).

 

Νίκος Κοεμτζής: Ο μεγάλος δάσκαλος του Αντώνη Αραβαντινού

 

Ο Τύπος της εποχής τον χαρακτήρισε κτήνος και συχνά αναφερόταν σε εγκληματίες ως κοεμτζήδες. Ο Νίκος Κοεμτζής, καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές σε ισόβια, για ανθρωποκτονίες από πρόθεση. Το 1977 η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Στις 29 Μαρτίου του 1996 αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Πατρών μετά από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης. Αρχικά πέρασε πολύ άσχημα μέσα στη φυλακή. Αργότερα, όμως, ο γνωστός αρχιφύλακας του Κορυδαλλού Αντώνης Αραβαντινός δήλωσε πως ο Κοεμτζής ήταν “ο μεγάλος του δάσκαλος” στη φυλακή.

 

Νίκος Κοεμτζής: Πουλούσε την αυτοβιογραφία του στο δρόμο

 

Μετά την αποφυλάκισή του πουλούσε την αυτοβιογραφία του έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων και τις Κυριακές στο Μοναστηράκι, υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα. Στο βιβλίο διηγείται τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Αιγίνιο Πιερίας και την κακοποίηση που υπέστη ο πατέρας του επειδή ήταν κομμουνιστής, όπως και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του, από τους χωροφύλακες καθώς και για τις δικές του περιπέτειες και τα σκληρά χρόνια της φυλακής. Έφυγε από τη ζωή, στις 23 Σεπτεμβρίου 2011, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο πεζοδρόμιο που πωλούσε το βιβλίο του, στα 74 του χρόνια.

 

Όσα χρόνια κι αν περάσουν, κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει εκείνον τον “άγραφο νόμο της νύχτας”- το δικαίωμα για ζειμπέκικο, που οδήγησε σε εκείνο το μανιακό ξέσπασμα.

 

 

Νίκος Κοεμτζής: Το “Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο” του Διονύση Σαββόπουλου

 

“Λοιπόν μολύβι και χαρτί, η απόγνωση άνοιξε λαγούμι. Στοές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε ποιο στενό κελί;

Ψηλά με πέπλα αίματος, χλιμίντριζε η Σελήνη -Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη- Γεννήθηκε σ΄ ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη.

Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί. Ο Νίκος ήταν ο πρωτότοκος, τον άλλον λέγαν Δημοσθένη… Βουβός δεσμός, εικόνα παιδική, σε άλλο χρόνο αναφλεγμένη.

Ο γέρος του είχε κρυψώνα το βουνό απ΄ το σαράντα πέντε κι οι χωρικοί απ΄ τον φόβο των αρχών μακραίναν κι απ΄ τον γιο. Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στην δουλειά και μέσα του άναβε η μανία του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την αστυνομία.

Ώσπου μια μέρα χωρίς αποσκευή, τσουλώντας της τρύπας του την ρόδα κυλάει απ΄ την Μακεδονία ως εδώ, κι ακόμα που θα βγει; Θα φεύγει πάντα για το άστρο που δεν φτάνει καμιά αστυνομία, για τους φυγάδες αυτός ο ουρανός είν΄ η παρανομία. Νίκο, αγγίζω το στοιχειό σας Νίκο, μες τον υπόκοσμο της γλώσσας

Δυο καταδίκες, έξι χρόνια για κλοπή, τον είδα όταν βγήκε. Κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ΄ την τρέλα, όχι για να σωθεί, αλλά για να την σώσει, αν μ’ εννοείς· να, λόγου χάρη, ήθελε γάμο και τότε τού ΄παν «έλα σε μας για να προδώνεις». Δεν δέχθηκε στιγμή!

Κι απ΄ την βαθειά των υπογείων τους την λύσσα, κατέφυγε στην επαρχία, μα όπου κι αν πήγε, το σήμα είχε σταλεί, στην Σαλονίκη τον τσακίσαν. Σχεδόν τρεκλίζοντας ξανάρθε στην Αθήνα, και τότε πιάσαν την μνηστή του· της είπαν λόγια, βοηθήσαν κι γονείς, ώσπου διέκοψε μαζί του.

Κι ωστόσο ζούσε τελείως σοβαρός, υπνοβατώντας σ΄ ένα κράτος που θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά -διαφυγή καμιά- κρατώντας μόνο μια κρυφήν αναπνοή, των μπουζουξίδικων το γκέτο, βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί ακόμα λειτουργεί.

«Ν΄ ακούω,» έλεγε, «τα λόγια, την φωνή, και τ΄ αδελφάκι μου υψωμένο να το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω» Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο Νίκο, σπασίματα γεμάτο «Παραγγελιά», και περιμέναν καθισμένοι, και τα ηχεία το αναγγείλαν κι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη.

Καθώς ανέβαινε, η πίστα ήταν γεμάτη, ακούστηκε να ουρλιάζει: «Παραγγελιά!» γιατί το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει. Η πίστα άδειασε, μονάχα δυο αστυνόμοι, χορεύαν, γυρνώντας του την πλάτη.

Τότε τους έσπρωξε ο μικρός με μια στριγκλιά, «Δικό μου το κομμάτι!» Τον ρίξαν κάτω σε γυαλιά κομματιασμένα, ξεφώνιζε όπως τον εσέρναν. Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωή τους, του Νίκου έκαψε τα φρένα.

Έξω απ΄ την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το ΄χαν διαλύσει. Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν του με τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου.

Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου. Στον εαυτό του είπε «Νίκο, συγκρατήσου» τραβώντας κιόλας το λεπίδι. Τον πρώτο που την έφαγε τον είδαν με μια ταυτότητα να σκύβει. Σφαχτήκαν τρεις, μαχαίρωσε άλλους έξι, φωνές: «Ανοίχτε, θα μας σφάξουν!» Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε: «Εσένα δεν θα σε πειράξουν…» Νίκο, σόι αλλοπαρμένο Νίκο, τι έχεις καμωμένο;

Μετά κατέφυγε στο σπίτι ενός γνωστού, μα ένιωσε ότι θα τον δώσουν «Θα φύγω,» είπε, «με μια βάρκα ν΄ ανοιχτώ, φουρτούνες να με πνίξουν. Να τρελαθούνε, που Νίκο να γυρεύουν, και Νίκο να μην βρίσκουν!»

Μα όπως βγήκε τους είδε σαν βαλέδες, ο ένας με τις χειροπέδες. Τον εκυκλώσαν, βγαίναν απ’ τα γύρω μέρη, κρεμόταν η ζωή του από ένα νήμα που δεν θα ΄δινε σ΄ αυτούς, και πέταξε μαχαίρι.

Να αναγκαστούν να τον σκοτώσουν οι αστυνόμοι, μα εκείνοι τού ΄ριχναν στα πόδια. Σερνόταν κι έβριζε ώσπου ένας ταβερνιάρης, του ΄δωσε μια με ένα καδρόνι… Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη, το ένιωθε άραγε κι εκείνος;

Ο Τύπος πάντως τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος. Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί· παράξενο δεν ήταν: η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ΄ αυτόν, μιαν άλλη απειλή.

Το ΄παν επίσης λαϊκοί ένα σωρό, στον συνεργάτη ενός εντύπου, μα ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει: «Πού να σου εξηγώ…» Δεν είχε μάρτυρες εκτός τ΄ αφεντικό και τη νοικοκυρά του. Οι δικηγόροι λέγαν ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του. Νίκο, χωριό συσκοτισμένο Νίκο, ποιοι σ΄ έχουν κυκλωμένο;

Ο ίδιος ξέγραψε απ΄ αρχής τον εαυτό του, το είπε: «Πρέπει να πεθάνω!» Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του. Καθώς διηγόταν την ζωή του [σε κουφούς>, θαρρούσα δεν θ΄ αντέξω. [Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ΄ έξω.>

Στα γράμματά του από την φυλακή, ο βίος δεν διαφέρει· ασφυκτιούσε σαν ζώο μυθικό, εδώ όσο κι εκεί. Μην είναι τάχα ένα ρίγος παραπέρα, που δείχνει απόσταση απ’ το δράμα και μεταφέρει σαν ιπτάμενο ένα θαύμα, της δικαιοσύνης την γαλέρα;

Η τέχνη μου έζησε παράξενες στιγμές, και από δίκιο ξέρει. Τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά, τον βλέπω σε αργές στροφές σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας στ΄ ανυποψίαστα μπουλούκια του γλεντιού, που βιάζουν το άσυλό της.

Η ουρά που αυξαίνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει, με τον ζουρλομανδύα και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ότι της αξίζει στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία, στην τακτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει.

Νίκο, ποτέ δεν θα ΄ναι έτσι. Νίκο, είν΄ η αρρώστια που μας σώζει καθώς σε φέρνει πιο μακριά κι απ΄ το κελί σου, Νίκο, στον ουρανό της μουσικής σου.”

 

TAGS:
Advertisement