Advertisement
ΕΛΛΑΔΑ

Δίκη Τοπαλούδη: «Είμαστε ψυχικά νεκροί, τα ισόβια να είναι ισόβια», είπαν οι γονείς της Ελένης

07:46
Νίκη Μουλά

Δίκη Τοπαλούδη: Συγκλονιστικές οι καταθέσεις των γονέων της Ελένης Τοπαλούδη, η οποία βιάσθηκε και δολοφονήθηκε το 2018 στη Ρόδο, χθες, Τετάρτη, στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας.

 

Advertisement

«Εγώ και η μητέρα της Ελένης είμαστε ψυχικά νεκροί. Ξέρετε ποιες ήταν οι τελευταίες λέξεις του παιδιού μου; «Θα σας βρει ο πατέρας μου!» Ποιος πατέρας θα μπορούσε να αντέξει να ηχούν αυτές οι λέξεις καθημερινά στα αυτιά του; Όμως αντέχουμε διότι νιώθουνε ένα χρέος απέναντι στην κοινωνία, καμία άλλη γυναίκα να μην κακοποιηθεί», υπογράμμισε ο Γιάννης Τοπαλούδης, πατέρας του θύματος.

 

Advertisement

Σε πρώτο βαθμό, τόσο ο 23χρονος αλβανικής καταγωγής, όσο και ο 24χρονος Ροδίτης, είχαν καταδικασθεί σε ισόβια για την άγρια δολοφονία της κοπέλας και επιπλέον σε 15ετή κάθειρξη για το βιασμό της.

Advertisement

 

«Από όταν το μάθαμε, δε θυμάμαι τίποτα, μόνο ένα σκοτάδι, κενό» επεσήμανε η μητέρα της 21χρονης κοπέλας, Κούλα Αρμουτίδου, η οποία κατέθεσε μετά το σύζυγό της.

 

Advertisement

Ξεκινώντας την κατάθεσή του, ο πατέρας της Ελένης Τοπαλούδη σημείωσε «είμαι πατέρας της Ελένης Τοπαλούδη. Να ζητήσω συγγνώμη διότι δεν μπορούμε κάποιες φορές να κρατήσουμε την ένταση μας. Θα ζητήσω να υπάρχει μία δικαιολογία για την μάνα της Ελένης. Εγώ θα σταθώ στο γεγονός ότι είμαι αναφαίρετο δικαίωμα να υπάρχει νομική εκπροσώπηση των κατηγορουμένων, ωστόσο, θα πρέπει η ελληνική Πολιτεία να βλέπει και τις οικογένειες των θυμάτων και να προχωρούν οι διαδικασίες πιο γρήγορα»

 

Για τον χαρακτήρα της κόρης του, τόνισε «η Ελένη ήταν πρόσχαρη, ευδιάθετη, συνεπής στα μαθήματα, συμμετείχε σε όλες τις δραστηριότητες. Ήταν υπεύθυνη και ήθελε να βοηθάει τους συνανθρώπους της πάντα, αυτό της είχαμε εμφυσήσει. Ήταν πάντα άνθρωπος. Αυτά ήταν τα όπλα που δώσαμε στο παιδί μας».

 

Advertisement

Για τις τελευταίες τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχαν με το παιδί του, στις 26 και 27 Νοεμβρίου του 2018, καθώς και στις ημέρες που ακολούθησαν όταν πια η σορός της κόρης του είχε βρεθεί μέσα στη θάλασσα, στον όρμο «Φώκια» της Ρόδου, πρόσθεσε «την Τετάρτη δυστυχώς δεν απαντούσε στα τηλέφωνα. Την επόμενη ημέρα άρχισε να μας κυριεύει το άγχος. Άρχισαν να μας κυριεύουν οι άσχημες σκέψεις. Την Παρασκευή πήραμε κι άλλα τηλέφωνα, τον σπιτονοικοκύρη, φίλους και τελικά πήγαμε στο ΑΤ στο Διδυμότειχο και κάναμε δήλωση εξαφάνισης. Την ίδια ημέρα αργότερα με πήρε τηλέφωνο ένας αστυνομικός, συγγενής μας και πήγα στο αστυνομικό τμήμα. Αμέσως κατάλαβα. Είδα το βλέμμα συμπόνιας στους αστυνομικούς και τα δακρυσμένα μάτια. Εκεί έπεσε όλος ο κόσμος μου, ήρθε ένα απόλυτο κενό στη ψυχή μας. Όταν γύρισα σπίτι δεν μπορούσα να πω κάτι, απλά έκανα ένα απλό νεύμα. Να μην συμβεί σε κανέναν να δει μία μάνα να κλαίει και να μαλλιοτραβιέται όταν ακούει τον θάνατο του παιδιού της. Προσπαθήσαμε να μαζέψουμε κομμάτια μας, να βρούμε αεροπορικά εισιτήρια και να πάμε στη Ρόδο. Εγώ δεν άντεξα να μπω στο νεκροτομείο. Μπήκε μόνο ο αδελφός μου. Την επόμενη ημέρα μας έδωσαν κλειδιά από διαμέρισμα της Ελένης. Είναι το δεύτερο πιο συγκλονιστικό που βιώνει ένας γονιός που έχει χάσει το παιδί του. Τρέχανε τα δάκρυα όταν μπήκαμε στο σπίτι. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι το πλυντήριο ήταν ακόμα αναμμένο. Είχε αποτσίγαρα και στο τραπέζι κάποιες τσιχλίτσες. Πήρα όλα τα πράγματα της, ήταν οι αναμνήσεις μας. Πήρα ακόμα και τα φρούτα που είχε αγοράσει διότι τα είχε πάρει για το εαυτό της και τα έριξα μέσα στον τάφο. Δεν ήθελα να αφήσω τίποτα που ήταν της Ελένης».

 

Για το ταξίδι της επιστροφής από τη Ρόδο στο Διδυμότειχο και την κηδεία της κόρης του, ανέφερε «σκεφτόμουν να ανέβει λίγο πιο ψηλά το αεροπλάνο μπας και το άψυχο σώμα της Ελένης συναντήσει την ψυχή της και ζωντανέψει ξανά. Το τραγικότερο δράμα που μπορεί να ζήσει ένας γονιός είναι να συνοδέψει το παιδί του στην τελευταία κατοικία».

 

Για τον βιασμό που είχε βιώσει η κόρη του ένα έτος πριν δολοφονηθεί, εξομολογήθηκε «το κορίτσι μας βίωνε το ψυχολογικό Γολγοθά των εκβιασμών. Γιατί δεν το είπε σε μας; Είμαστε σίγουροι ότι ζούσε τον Γολγοθά της», ενώ για τη στάση των δυο νεαρών κατηγορουμένων αμέσως μετά τη δολοφονία της κόρης του, πρόσθεσε «τι να σχολιάσω ότι πήγαιναν για καφεδάκια, γυμναστήρια, συνέχιζαν την ζωούλα τους μετά το έγκλημα; Ότι αυτός (σ.σ΄. κατηγορούμενος με Αλβανική καταγωγή) είχε ξαναβιάσει και μάλιστα κορίτσι ΑΜΕΑ;».

 

Τέλος, ο κ. Τοπαλούδης ανέφερε ότι στο εξοχικό σπίτι του Ροδίτη κατηγορούμενου, στο οποίο είχε βρεθεί η κόρη του το βράδυ που βιάσθηκε και δολοφονήθηκε, πήγαιναν και άλλες κοπέλες και επέρριψε ευθύνες και στους γονείς των κατηγορουμένων, λέγοντας «όταν έβγαζαν τα μαχαίρια από δημοτικό, όταν ήταν ο φόβος και ο τρόμος, τι έκαναν για τα παιδιά τους; Απολύτως τίποτα αλλά το έπαιζαν και νταήδες. Ενίσχυαν την θρασύδειλη συμπεριφορά των παιδιών τους. Έβριζαν και έφτυναν τους εκπαιδευτικούς. Εξαφάνιζαν ο,τιδήπτε έπρεπε να εξαφανιστεί, στρώμα, κινητά κ.ά. Και η γιαγιά και ο θείος άκουγαν κραυγές τρόμου από την κόρη μας. Το παιδί μας σπάραζε και αυτοί έκαναν τους κουφούς», καταλήγοντας «τα ισόβια να είναι ισόβια για τέτοια ειδεχθή εγκλήματα».

 

Ένταση συνηγόρων με την μητέρα της Ελένης στη δίκη Τοπαλούδη

 

Η μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη, δασκάλα στο επάγγελμα, ανέφερε για την κόρη της «το παιδί μου ήταν ένα καλό παιδί, με φιλότιμο, καλοσυνάτο. Δεν είχε πονηριά, δεν ήταν αγαθιάρα αλλά ήθελε να πιστεύει στο καλό…. Όταν βγήκαν αποτελέσματα και πέρασαν στη Ρόδο, εμείς κλαίγαμε. Πως δεν την έφερα στην Κομοτηνή; Έχω μετανιώσει χίλιες φορές. Πως την άφησα σε αυτό το νησί των βιαστών και των δολοφόνων; Της έλεγα να προσπαθεί, τίποτα δε μας χαρίζεται, τα αγαθά κόποις κτώνται. Εγώ και ο πατέρας της με την αξία κάναμε ό, τι κάναμε. Εδώ και 40 μήνες και 3 ημέρες δυστυχώς εγώ αδυνατώ να πάω στο σχολείο».

 

Και συνέχισε «με την Ελένη μιλάγαμε κάθε ημέρα στο τηλέφωνο. Στα social media σχεδόν ποτέ. Θυμάμαι ότι είχαμε μιλήσει Σαββατοκύριακο και μου έλεγε τι φαγητά θέλει όταν θα έρθει. Δευτέρα, Τρίτη μιλήσαμε. Από την Τετάρτη αρχίσαμε να ψάχνουμε. Πέμπτη με έζωσαν τα φίδια. Παρασκευή πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα και μπήκε σε ένα υπολογιστή έψαξα και δε μου άρεσε το ύφος του. Μας είπε «όλα καλά θα πάνε»… Από όταν το μάθαμε, δε θυμάμαι τίποτα, μόνο ένα σκοτάδι, κενό. Μόνο τη λακκούβα που ανοίξανε θυμάμαι, το χαντάκι…».

 

Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της μητέρας της Ελένης Τοπαλούδη, οι τόνοι ανέβηκαν στο δικαστήριο, όταν υπεράσπιση της υπέβαλλε ερωτήσεις για την επικοινωνία που είχε με την κόρη της και τα χρήματα που της έστελνε. «Τι είναι αυτά που λες δεν ντρέπεσαι; Είναι ελεεινός, δεν τον αντέχω! Χάνω το παιδί μου και με τι ασχολείσαι;», απάντησε η μητέρα στο συνήγορο, ζητώντας από το δικαστήριο να επιβάλλει και πάλι ισόβια στους δυο κατηγορούμενους.

 

Η Σοφία Γκούγκουρα, πραγματογνώμονας της ΕΛ.ΑΣ., η οποία εξέτασε τα όσα προέκυψαν από τα στοιχεία DNA που συλλέχθηκαν από τη εξοχική κατοικία του Ροδίτη κατηγορούμενου κατέθεσε στη δίκη Τοπαλούδη ότι «βρέθηκαν κηλίδες αίματος, μεταξύ άλλων στο μπάνιο, στο ταβάνι, στους τοίχους, στα πλακάκια του μπάνιου, στο χώρο της κουζίνας, στο πάτωμα, στη σφουγγαρίστρα και στον κουβά. Το σίδερο δεν έδωσε κάτι αξιοποιήσιμο για την ανάλυση. Έμαθα ότι ήταν και στη θάλασσα. Το σπίτι είχε στοιχεία που έδειχναν ότι είχε καθαριστεί για παράδειγμα στο μπάνιο. Το DNA πρέπει να το σκεφτούμε ως μία χαρτογράφηση. Όταν υπάρχει διασπορά βιολογικού υλικού σε όλο το σπίτι, υποδεικνύει ότι πιθανόν ότι υπήρχε μετακίνηση».

TAGS:
Advertisement